Δωρεά σπέρματος: Όταν ένας δότης αποκτά εκατοντάδες παιδιά
Οι πρόσφατες αποκαλύψεις γύρω από τη δράση ενός Δανού δότη σπέρματος, ο οποίος συνδέεται με τη γέννηση περίπου 200 παιδιών σε δεκάδες χώρες, επαναφέρουν με ένταση ένα ερώτημα που μέχρι σήμερα παρέμενε στο περιθώριο: ποια είναι τα πραγματικά όρια και ποιος ελέγχει τη διεθνή αγορά δωρεάς σπέρματος; Η υπόθεση απέκτησε δραματική διάσταση όταν διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος δότης έφερε γενετική μετάλλαξη, η οποία σε ορισμένα από τα παιδιά που γεννήθηκαν συνδέθηκε με την εμφάνιση καρκίνου. Το γεγονός ότι το γενετικό υλικό διακινήθηκε διασυνοριακά, χωρίς ενιαίο ευρωπαϊκό έλεγχο, ανέδειξε ένα σοβαρό θεσμικό κενό. Η δωρεά σπέρματος έχει επιτρέψει σε χιλιάδες γυναίκες να αποκτήσουν παιδί, είτε λόγω υπογονιμότητας του συντρόφου τους, είτε στο πλαίσιο ομόφυλων σχέσεων, είτε μέσω συνειδητής επιλογής μονογονεϊκότητας. Παράλληλα όμως, αυτή η κοινωνική ανάγκη έχει εξελιχθεί σε μια εξαιρετικά προσοδοφόρα βιομηχανία. Η ευρωπαϊκή αγορά αναπαραγωγικού υλικού αποτιμάται ήδη σε δισεκατομμύρια και αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική της πορεία την επόμενη δεκαετία.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ η ζήτηση αυξάνεται, οι κατάλληλοι δότες παραμένουν ελάχιστοι. Η συντριπτική πλειονότητα των ανδρών που εκδηλώνουν ενδιαφέρον απορρίπτεται, καθώς δεν πληροί αυστηρά κριτήρια ποιότητας, κινητικότητας, μορφολογίας και αντοχής του σπέρματος στην κρυοσυντήρηση, ενώ απαιτείται και εκτενής γενετικός και λοιμωξιολογικός έλεγχος. Το αποτέλεσμα είναι ένα μικρό «απόθεμα» δοτών, των οποίων το γενετικό υλικό αξιοποιείται στο έπακρο. Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένοι δότες μετατρέπονται άτυπα σε «υπερδότες». Ένα και μόνο δείγμα μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία δεκάδων ή και εκατοντάδων κυήσεων, ιδίως όταν η δωρεά πραγματοποιείται συστηματικά επί μήνες και το υλικό διανέμεται σε πολλές χώρες. Οι εθνικοί περιορισμοί –όπου υπάρχουν– λειτουργούν αποσπασματικά και δεν αποτρέπουν τη συνολική υπερσυγκέντρωση γενετικής συγγένειας σε παγκόσμια κλίμακα.
Η Δανία, που φιλοξενεί μερικές από τις μεγαλύτερες τράπεζες σπέρματος παγκοσμίως, έχει εξελιχθεί σε κεντρικό κόμβο αυτής της αγοράς. Η απουσία κοινωνικού ταμπού, η οργανωμένη κουλτούρα δωρεάς και η συστηματική εξαγωγή αναπαραγωγικού υλικού έχουν καταστήσει τη χώρα πρωταγωνίστρια στον κλάδο. Παράλληλα, η δυνατότητα επιλογής χαρακτηριστικών –μέσα από προφίλ, περιγραφές και βιομετρικά στοιχεία– ενισχύει την άνιση ζήτηση υπέρ συγκεκριμένων δοτών. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι η εμπορική διάσταση, αλλά η έλλειψη συντονισμένου ελέγχου. Κάθε χώρα εφαρμόζει τους δικούς της κανόνες, χωρίς να υπάρχει μηχανισμός που να παρακολουθεί τη συνολική χρήση του ίδιου γενετικού υλικού σε διαφορετικά κράτη. Έτσι, ένας δότης μπορεί να τηρεί το όριο στη μία χώρα και να το ξεπερνά πολλαπλάσια αλλού, χωρίς καν να το γνωρίζει. Οι επιπτώσεις αυτής της πρακτικής δεν είναι μόνο βιολογικές, αλλά και ψυχοκοινωνικές. Παιδιά που μαθαίνουν αργότερα ότι έχουν δεκάδες ή εκατοντάδες ετεροθαλή αδέλφια συχνά βιώνουν σύγχυση ταυτότητας και ψυχική επιβάρυνση. Το ίδιο ισχύει και για δότες που αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων την πραγματική έκταση της γενετικής τους «κληρονομιάς».
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0