Συμφωνία Ελλάδας – Ουκρανίας: Η νέα γεωστρατηγική αφήγηση της χώρας
Η εικόνα είναι σχεδόν συμβολική: την ώρα που ο ουκρανικός χειμώνας προμηνύεται ξανά ανελέητος, με τις ρωσικές ρουκέτες να ξηλώνουν υποσταθμούς, καλώδια και μονάδες παραγωγής, στην Αθήνα υπογράφεται μια συμφωνία που συνδέει την καρδιά της ελληνικής ενεργειακής ιστορίας με την επιβίωση ενός εμπόλεμου ευρωπαϊκού κράτους. Από τη μια, οι λιγνιτικές μονάδες της Πτολεμαΐδας και της Μεγαλόπολης, που αποστρατεύονται στο όνομα της πράσινης μετάβασης. Από την άλλη, οι κατεστραμμένες ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας, που αναζητούν οτιδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε θερμότητα, φως, λειτουργικά δίκτυα. Στο ενδιάμεσο, μια Ελλάδα που, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, δεν συζητείται μόνο ως αποδέκτης πολιτικών αποφάσεων των άλλων, αλλά ως παραγωγός ασφάλειας και κρίσιμος κρίκος σε μια νέα αρχιτεκτονική ισχύος.
Η συμφωνία ανάμεσα στη ΔΕΠΑ Εμπορίας και τη Naftogaz για τη διακίνηση αμερικανικού LNG προς την ουκρανική αγορά από τον χειμώνα 2025-2026 δεν είναι μια απλή εμπορική σύμβαση. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, όπου ο ενεργειακός χάρτης της Ευρώπης ξαναγράφεται υπό την πίεση του πολέμου, των κυρώσεων και της ανάγκης απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η Ελλάδα, έχοντας πλέον στο χέρι τον «Κάθετο Διάδρομο» που ξεκινά από την Αλεξανδρούπολη και ανηφορίζει προς Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία και τελικά Ουκρανία, παύει να είναι το άκρο μιας περιφέρειας και μετατρέπεται σε αφετηρία μιας στρατηγικής διαδρομής που αφορά ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η υπογραφή στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσία Μητσοτάκη, Ζελένσκι και της αμερικανικής πλευράς, στέλνει ένα μήνυμα σε πολλαπλά ακροατήρια. Προς το εσωτερικό, ότι η χώρα αξιοποιεί επιτέλους τη γεωγραφία και τις υποδομές της για να αποκτήσει ρόλο που δεν περιορίζεται στην παθητική συμμετοχή στις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Προς τους εταίρους της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, ότι μπορεί να επωμιστεί ευθύνη για την ενεργειακή ασφάλεια μιας ολόκληρης ζώνης, όχι μόνο για τις δικές της ανάγκες. Και προς τη Μόσχα, ότι όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, το ενεργειακό όπλο που επιχειρεί να χρησιμοποιήσει εναντίον της Ουκρανίας βρίσκει αντιστάθμισμα σε εναλλακτικές διαδρομές και νέους κόμβους ισχύος.
Η ουκρανική πλευρά βλέπει σε αυτή τη συμφωνία πολλά περισσότερα από κυβικά μέτρα αερίου. Στο Κίεβο γνωρίζουν ότι ο φετινός και ο επόμενος χειμώνας δεν θα κριθούν μόνο από το πόσο καύσιμο θα έχουν στις υπόγειες αποθήκες τους, αλλά από το αν θα μπορέσουν να μετατρέψουν αυτό το καύσιμο σε πραγματική, αξιοποιήσιμη ενέργεια. Οι ρωσικές επιθέσεις στοχεύουν ακριβώς εκεί: στους μετασχηματιστές, στα δίκτυα, στις εγκαταστάσεις που μετατρέπουν το φυσικό αέριο σε ηλεκτρικό ρεύμα. Γι’ αυτό και το ουκρανικό ενδιαφέρον στρέφεται όχι μόνο στους όγκους LNG που θα έρχονται μέσω Ελλάδας, αλλά και στον παλιό, δοκιμασμένο μηχανολογικό εξοπλισμό που η ΔΕΗ αποσύρει από τις λιγνιτικές της μονάδες. Μηχανήματα που για την Ελλάδα ανήκουν σε μια εποχή που τελειώνει, μπορούν να κουμπώσουν σε σοβιετικού τύπου δίκτυα και να δώσουν στην Ουκρανία αυτό που σήμερα έχει μεγαλύτερη ανάγκη: στοιχειώδη λειτουργικότητα, τη δυνατότητα να κρατήσει τις πόλεις της ζωντανές μέσα στο σκοτάδι του πολέμου.
Η ενεργοποίηση του κάθετου διαδρόμου και η νέα ελληνοουκρανική ενεργειακή σχέση δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς τη συναίνεση, έστω και με επιφυλάξεις, των χωρών διέλευσης. Ρουμανία, Βουλγαρία και Μολδαβία αντιλαμβάνονται ότι η στρατηγική τους θέση αναβαθμίζεται, αλλά ταυτόχρονα διαπραγματεύονται τα «διόδια» τους, προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στην οικονομική τους προσδοκία και την πίεση ΗΠΑ και Ε.Ε. για ρεαλιστικές χρεώσεις. Οι αρχικά υψηλές χρεώσεις που καθιστούσαν ασύμφορη τη μεταφορά αμερικανικού LNG προς την Ουκρανία δείχνουν ξεκάθαρα πως τίποτα δεν είναι ουδέτερο σε αυτό το ενεργειακό παιχνίδι. Κάθε χώρα προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει την ιδιότητά της ως κόμβου, αλλά στο τέλος η πολιτική απόφαση υπερισχύει: η μείωση των τελών διέλευσης και η βελτίωση των διασυνδέσεων των δικτύων είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι οι Βαλκάνιοι αντιλαμβάνονται την ευκαιρία και την ευθύνη.
Στην Αθήνα, αυτή η νέα πραγματικότητα επιτρέπει στην κυβέρνηση να μιλά για την Ελλάδα ως «πυλώνα σταθερότητας» με τρόπο που δεν θυμίζει πια κενό σύνθημα. Μέσα σε λίγα χρόνια, η χώρα έχει μετακινηθεί από τη θέση του ασθενικού κρίκου της ευρωζώνης στη θέση κράτους που φιλοξενεί κρίσιμες υποδομές – από τον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας και τις νέες δυνατότητες στην Αλεξανδρούπολη, μέχρι την προοπτική συνδυασμένων διαδρομών ενέργειας, οδικών αξόνων και σιδηροδρομικών συνδέσεων. Όταν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλούν για κάθετο άξονα που θα ενώνει τη Μεσόγειο με τη Μαύρη Θάλασσα και την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι σαφές πως η Ελλάδα έχει περάσει στην κατηγορία των χωρών που δεν ακολουθούν απλώς, αλλά καθορίζουν διαδρομές.
Η πολιτική αξία αυτής της αναβάθμισης είναι διπλή. Προς τα έξω, η Αθήνα κερδίζει φωνή και επιρροή σε ζητήματα που ξεπερνούν τον στενό της περίγυρο. Όταν η Ελλάδα προσφέρει χειροπιαστή στήριξη σε μια εμπόλεμη Ουκρανία, όταν συμβάλλει στις ευρωπαϊκές στρατηγικές ενεργειακής αυτάρκειας, όταν συμμετέχει εξοπλιστικά και τεχνικά στην προσπάθεια να μη βυθιστεί ένα κράτος στο σκοτάδι, είναι λογικό να απαιτεί μεγαλύτερο βάρος στη διαμόρφωση αποφάσεων για την Ανατολική Μεσόγειο, τα Δυτικά Βαλκάνια, τη θαλάσσια ασφάλεια. Προς τα μέσα, μπορεί να οικοδομηθεί ένα αφήγημα χώρας που βγαίνει από τη μιζέρια της κρίσης και επαναδιεκδικεί ρόλο, όχι με όρους μεγαλοϊδεατισμού, αλλά με ψυχρή, υπολογισμένη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της.
Το κομμάτι αυτό είναι κρίσιμο, γιατί μέχρι τώρα η ενεργειακή συζήτηση στη δημόσια σφαίρα είχε εγκλωβιστεί σε ένα και μόνο δίπολο: ακρίβεια και λογαριασμοί. Με τη συμφωνία για το ουκρανικό αέριο και την ανάδειξη της χώρας σε κόμβο του κάθετου διαδρόμου, η ελληνική πλευρά μπορεί να αρθρώσει έναν λόγο που δεν περιορίζεται στη διαχείριση κρίσεων, αλλά μιλά για στρατηγική υπεραξία. Οι γέφυρες με τις ΗΠΑ ενισχύονται, η εμπιστοσύνη των βαλκανικών ηγεσιών προς την Αθήνα εμπεδώνεται, η ίδια η Ε.Ε. βλέπει μια χώρα-μέλος να προσφέρει λύσεις σε ένα από τα πιο σύνθετα προβλήματα της περιόδου, την ενεργειακή ασφάλεια σε εποχή πολέμου.
Σε αυτήν την εικόνα εγγράφεται και η πολιτική σημειολογία των δηλώσεων. Ο Ζελένσκι δεν ήρθε στην Αθήνα μόνο για να υπογράψει συμβόλαια· ήρθε για να ευχαριστήσει δημοσίως την Ελλάδα για τη στήριξη από τις πρώτες μέρες της εισβολής, να συνομιλήσει με την ηγεσία της Βουλής, να κλείσει έναν κύκλο επαφών που δείχνουν ότι η χώρα μας δεν λειτουργεί απλώς από απόσταση. Ο Μητσοτάκης, από την πλευρά του, επαναλαμβάνει την προσήλωση στον σεβασμό των συνόρων, στη διεθνή νομιμότητα, στην καταδίκη της βίαιης αναθεώρησης χαρτών. Πρόκειται για αρχές που η Ελλάδα επικαλείται διαχρονικά, αλλά σε μια συγκυρία όπου ο αναθεωρητισμός έχει πάρει την πιο σκληρή, στρατιωτική του μορφή, αποκτούν ουσιαστικό βάθος. Η στάση απέναντι στην Ουκρανία είναι στην ουσία μια δήλωση για το πώς αντιλαμβανόμαστε και τα δικά μας ζητήματα ασφάλειας.
Την ίδια στιγμή, η αμερικανική πλευρά, μέσω των δηλώσεων για την ταύτιση ενεργειακής και εθνικής ασφάλειας, «κλειδώνει» την Ελλάδα σε έναν ρόλο που ξεπερνά την κλασική εικόνα του περιφερειακού συμμάχου. Όταν η Ουάσιγκτον επενδύει πολιτικά και οικονομικά σε έναν κάθετο διάδρομο που ξεκινά από ελληνικό έδαφος, όταν αμερικανικές εταιρείες όπως η Venture Global έχουν κεντρική θέση στις ροές LNG, όταν η ελληνική κυβέρνηση συνομιλεί ταυτόχρονα με Ουκρανία, Βαλκάνια και ευρωπαϊκούς θεσμούς, γίνεται σαφές ότι διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα. Η Ελλάδα δεν μπορεί πια να αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον μέγεθος σε έναν χάρτη που ξαναγράφεται από τον πόλεμο, την ενεργειακή μετάβαση και τον νέο ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων.
Το αν αυτή η πραγματικότητα θα μετουσιωθεί σε μακροπρόθεσμο πλεονέκτημα θα εξαρτηθεί από το αν η χώρα θα μπορέσει να συνδέσει την εξωτερική με την εσωτερική πολιτική της. Η γεωπολιτική αξία αποκτά νόημα μόνο όταν αντικατοπτρίζεται σε καλύτερες υποδομές, σε επενδύσεις, σε πολιτική σταθερότητα, σε κοινωνική συνοχή. Όμως, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η Ελλάδα έχει στα χέρια της κάτι που δεν της το υπαγόρευσαν άλλοι: έναν ρόλο που κέρδισε επειδή βρισκόταν εκεί που έπρεπε, με τις σωστές υποδομές, την κατάλληλη στιγμή. Και αυτό, στην Ευρώπη της κρίσης, του πολέμου και της ενεργειακής αβεβαιότητας, είναι πολύ περισσότερο από μια τεχνική συμφωνία. Είναι μια πολιτική αναβάθμιση που δύσκολα μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0