Σόιτσι Γιοκόι: Ο άνθρωπος που συνέχισε τον πόλεμο μόνος του
Εικοστός πρώτος αιώνας, μα οι πόλεμοι επιστρέφουν. Οι εκρήξεις στην Ουκρανία, οι βομβαρδισμοί στη Μέση Ανατολή, οι απειλές πάνω από τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας θυμίζουν ότι η ανθρωπότητα δεν έμαθε ποτέ να ζει χωρίς φωτιά. Κι όμως, κάτι έχει αλλάξει. Οι στρατιώτες σήμερα πολεμούν, αλλά λίγοι πιστεύουν. Οι λαοί υποφέρουν, αλλά ελάχιστοι θυμούνται γιατί. Η τιμή, η πίστη, η θυσία – λέξεις που κάποτε έκαιγαν στις καρδιές των ανθρώπων – μοιάζουν τώρα φθαρμένες, σχεδόν ξένες. Ζούμε σε μια εποχή όπου η πατρίδα είναι πια ιδέα αμφιλεγόμενη, και η αυταπάρνηση θεωρείται τρέλα. Μα υπήρξαν άνδρες που, μέσα σε μια ζούγκλα ξεχασμένη από τον χρόνο, κράτησαν αναμμένο το πνεύμα ενός πολέμου που ο κόσμος είχε ήδη θάψει. Τρεις στρατιώτες, τρεις ψυχές που πολέμησαν πέρα από τη λογική και τη νίκη, κρατώντας μόνο το φάντασμα του καθήκοντος.
Δύο άνδρες που τους χλεύασαν κι όμως σταμάτησαν τον πόλεμο
Ο Αυστριακός που έγινε Λαμιώτης
Σκιές drones πάνω από τη Βαλτική: Το παράδοξο των «μη πολιτών» και η ευρωπαϊκή σιωπή
Ήταν νύχτα, 24 Ιανουαρίου 1972. Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς πάνω στα δέντρα της Γκουάμ, κι οι ήχοι της ζούγκλας σκέπαζαν τα πάντα. Δύο ψαράδες, πηγαίνοντας να μαζέψουν τις παγίδες τους, είδαν ξαφνικά μια σκιά να κινείται. Από τα φυλλώματα ξεπρόβαλε ένας άνδρας λιπόσαρκος, με μάτια άγρια και χέρια έτοιμα να χτυπήσουν. Ήταν ο Σόιτσι Γιοκόι, λοχίας του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού. Ο πόλεμος είχε τελειώσει εδώ και 28 χρόνια – αλλά όχι για εκείνον. Οι ψαράδες τον αφόπλισαν, τον λυπήθηκαν, του έδωσαν ζεστή σούπα. Εκείνος τους κοιτούσε απορημένος: «Γιατί δεν με σκοτώνετε;», είπε. Είχε μάθει να ζει με τον φόβο, τη σιωπή και τη βροχή. Είχε ράψει ρούχα από φλοιό δέντρου, είχε φτιάξει εργαλεία από κόκαλα, είχε κρυφτεί σε μια τρύπα στο χώμα για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Έτρωγε ό,τι έβρισκε: καρύδες, σαλιγκάρια, αρουραίους, γαρίδες. Και κάθε βράδυ προσευχόταν στον Αυτοκράτορα που πίστευε ότι ακόμη τον καθοδηγεί.
Footage from 1962 shows Japanese WWII soldier Shoichi Yokoi being welcomed back to Tokyo after spending 28 years hiding in Guam refusing to believe WWII was over.
Yokoi constructed a shelter from bamboo and leaves, which served as his dwelling for most of his time in seclusion.… pic.twitter.com/zX4DDDXQUL
— Morbid Knowledge (@Morbidful) July 10, 2024
Ήξερε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει — είχε δει τα φυλλάδια που έριχναν οι Αμερικανοί. Αλλά για τον Γιοκόι, η παράδοση ήταν προδοσία. «Οι Ιάπωνες στρατιώτες», είπε αργότερα, «έχουν διαταγή να προτιμήσουν τον θάνατο από την αιχμαλωσία». Όταν γύρισε στην Ιαπωνία, τον υποδέχτηκαν με δάκρυα και σημαίες. Εκείνος όμως υποκλίθηκε και είπε: «Μεγαλειότατε, επέστρεψα. Συγχωρέστε με που άργησα.» Ο κόσμος είχε αλλάξει. Οι Ιάπωνες είχαν πια τηλεοράσεις, αυτοκίνητα, ειρήνη. Μα στα μάτια του Γιοκόι, ο πόλεμος συνεχιζόταν ακόμη – μέσα του. Πέθανε το 1997, κάτω από την ταφόπλακα που είχε ετοιμάσει η μητέρα του σαράντα χρόνια πριν.
Κι ύστερα ήταν ο Χίρου Ονόντα. Ένας αξιωματικός πληροφοριών, που το 1944 στάλθηκε στο νησί Λουμπάνγκ των Φιλιππίνων με εντολή να πολεμήσει «μέχρις εσχάτων». Όταν οι Ιάπωνες παραδόθηκαν, εκείνος το αρνήθηκε. Θεώρησε τα φυλλάδια ψέματα του εχθρού. Μαζί με λίγους συντρόφους του, συνέχισε έναν πόλεμο-σκιά. Κρυβόταν στα βουνά, έκανε επιδρομές, έβλεπε φίλους να σκοτώνονται. Ο ένας μετά τον άλλον έπεσαν – κι εκείνος έμεινε μόνος. Για τριάντα χρόνια ζούσε σαν κυνηγός. Έτρωγε ρύζι που έκλεβε από χωρικούς, κουβαλούσε το τουφέκι του και το σπαθί που του είχε δώσει η μητέρα του «για να μην ντροπιάσει ποτέ το αίμα του». Το 1974 ένας νεαρός ταξιδιώτης, ο Νόριο Σουζούκι, τον εντόπισε στη ζούγκλα. Ο Ονόντα αρνήθηκε να παραδοθεί: «Δεν φεύγω χωρίς διαταγή από τον διοικητή μου».

Ο Χίρου Ονόντα
Κι έτσι, η Ιαπωνία έψαξε και βρήκε τον παλιό του ανώτερο, τον ταγματάρχη Τανιγκούτσι. Ο συνταξιούχος πλέον αξιωματικός ταξίδεψε στο νησί, στάθηκε μπροστά στον στρατιώτη του και του είπε: «Οι επιχειρήσεις σταματούν. Ο πόλεμος τελείωσε.» Ο Ονόντα στάθηκε προσοχή, έλυσε τη ζώνη του, παρέδωσε το όπλο του, 500 σφαίρες, χειροβομβίδες – και το στιλέτο της μητέρας του. Ο τριαντάχρονος πόλεμός του είχε τελειώσει. Γύρισε στην Ιαπωνία ήρωας. Έγραψε την αυτοβιογραφία του, «Χωρίς Παράδοση», κι έφυγε αργότερα για τη Βραζιλία, όπου έγινε κτηνοτρόφος. Όμως όσοι τον γνώρισαν είπαν πως ποτέ δεν ξαναγέλασε πραγματικά. Γιατί ο Ονόντα δεν έζησε τριάντα χρόνια στον πόλεμο – έγινε ο ίδιος ο πόλεμος.
Ο τελευταίος από όλους λεγόταν Τερούο Νακαμούρα – ή Αττούν Παλαλίν, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα. Ήταν Ταϊβανέζος στρατιώτης της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας, που κηρύχθηκε νεκρός το 1944. Είχε επιβιώσει όμως στο νησί Μοροτάι, ζώντας για δεκαετίες μόνος, σε μια καλύβα που έχτισε ο ίδιος. Τον βρήκαν τυχαία το 1974. Δεν μίλησε πολύ, δεν ζήτησε τίποτα. Επέστρεψε στην Ταϊβάν φτωχός και πέθανε λίγα χρόνια μετά. Ήταν ο τελευταίος στρατιώτης που παραδόθηκε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τρεις άνδρες, τρεις εποχές, μία ιδέα: ότι η πίστη, ακόμη κι όταν γίνεται παραλογισμός, έχει δύναμη που ξεπερνά τον θάνατο. Ο Γιοκόι, ο Ονόντα, ο Νακαμούρα δεν ήταν ήρωες με την έννοια που καταλαβαίνουμε σήμερα. Ήταν άνδρες αιχμάλωτοι του καθήκοντος. Αλλά μέσα στην παράλογη αφοσίωσή τους, κρύβεται κάτι που λείπει πια από τον κόσμο: η αίσθηση ότι αξίζει να πιστεύεις σε κάτι περισσότερο από τον εαυτό σου. Σήμερα, καθώς οι νέοι πόλεμοι απλώνονται ξανά στον ορίζοντα, η ιστορία αυτών των ανθρώπων θυμίζει πως ο χρόνος αλλάζει τις μάχες, μα όχι την ανθρώπινη ψυχή. Κάπου, σε κάθε εποχή, υπάρχουν ακόμη στρατιώτες που πολεμούν – ακόμη κι όταν όλοι οι άλλοι έχουν ήδη παραδοθεί.

Τερούο Νακαμούρα
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0