Νόβι Σαντ τραγωδία: Η απρόσμενη «μητέρα» ενός κινήματος, σε απεργία πείνας για να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου της
Για δεκαετίες, η Ντιάνα Χρκα είχε μάθει να επιβιώνει σιωπηλά. Μεγαλωμένη μέσα στο χάος των πολέμων στα Δυτικά Βαλκάνια, έζησε την έλλειψη νερού, ρεύματος και τροφής, κρυμμένη σε καταφύγια με τη σερβική κοινότητά της. Τώρα, στα 48 της, η πείνα επέστρεψε στη ζωή της — όχι ως αναγκαστική συνθήκη, αλλά ως πράξη απόλυτης αντίστασης. Εδώ και δύο εβδομάδες βρίσκεται καθισμένη σε μια μικρή σκηνή απέναντι από το κτίριο της σερβικής Εθνοσυνέλευσης, αποφασισμένη να μείνει χωρίς τροφή μέχρι να δοθεί δικαιοσύνη για τους 16 ανθρώπους που σκοτώθηκαν πέρσι, όταν κατέρρευσε το τσιμεντένιο στέγαστρο ενός πρόσφατα ανακαινισμένου σιδηροδρομικού σταθμού στο Νόβι Σαντ. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο 27χρονος γιος της, Στέφαν — το παιδί που η ίδια περιγράφει ως «το ένα πράγμα που έδινε φως σε δύσκολες εποχές». Η τραγωδία του σταθμού δεν προκάλεσε μόνο θλίψη. Άναψε το φιτίλι μιας μαζικής κοινωνικής έκρηξης, με χιλιάδες ανθρώπους —κυρίως νέους— να κατεβαίνουν στους δρόμους κατηγορώντας την κυβέρνηση του προέδρου Αλεξάνταρ Βούτσιτς για διαφθορά, αδιαφορία και καταχρήσεις. Εκεί, ανάμεσα σε φοιτητές, εργαζόμενους, συνταξιούχους και γονείς, βρέθηκε και η Ντιάνα. Και σχεδόν άθελά της, έγινε το κεντρικό σύμβολο μιας διαμαρτυρίας που εξαπλώθηκε πολύ πιο πέρα από τον σταθμό όπου έχασε τη ζωή του ο γιος της.
«Είμαι έτοιμη να αντέξω ό,τι χρειαστεί. Να ζήσω ή να πεθάνω γι’ αυτό, αρκεί να υπάρξει δικαιοσύνη», λέει με μια φωνή που σπάει, ξαπλωμένη σε μια πτυσσόμενη καρέκλα στη σκηνή της. Μπροστά της μικρά κεριά, εικόνες και λουλούδια, προσφορές από υποστηρικτές που φτάνουν καθημερινά για να της σφίξουν το χέρι. Η ίδια δεν ανήκε ποτέ σε κόμμα, ούτε είχε χρόνο για πορείες. Δούλευε σε ένα ταχυφαγείο, παλεύοντας να συντηρήσει τα παιδιά της, ενώ η ζωή της κυλούσε μακριά από τα πολιτικά πάθη της χώρας. Όμως, όταν είδε στην τηλεόραση νεαρούς να διαδηλώνουν «για τα παιδιά που χάθηκαν, όχι για κόμματα», όπως είπε η ίδια, πήρε μια απόφαση που δεν θα μπορούσε να ανατρέψει αργότερα: βγήκε στους δρόμους μαζί τους.
Από τότε, έγινε η «μητέρα» του κινήματος — όχι μόνο γιατί έχασε παιδί, αλλά γιατί οι διαδηλωτές βλέπουν σε αυτήν ένα πρόσωπο καθαρής, σχεδόν αφοπλιστικής αυταπάρνησης. Η ίδια προσπαθεί να κρατήσει χαμηλούς τόνους, αλλά αναγνωρίζει πως πολλοί νέοι τη θεωρούν «μέρος της δικής τους οικογένειας του δρόμου». Η Σερβία, την ίδια στιγμή, βρίσκεται σε μία από τις πιο πολωμένες πολιτικές στιγμές των τελευταίων δεκαετιών. Η φιλοδοξία για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με την ισχυρή σχέση με τη Ρωσία. Η καχυποψία προς τα ΜΜΕ, τις υπηρεσίες ασφαλείας και το πολιτικό σύστημα έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση Βούτσιτς αντιμετωπίζει μια διαρκή κατηγορία: ότι η χώρα οδηγείται σε «δημοκρατική οπισθοδρόμηση».
Οι αποκαλύψεις για καθυστερήσεις στη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης του σταθμού, οι κατηγορίες για διαφθορά σε συμβάσεις που εμπλέκουν κινέζους εργολάβους, αλλά και η πρόσφατη έγκριση για την κατασκευή πολυτελούς ξενοδοχείου Trump στο κέντρο του Βελιγραδίου έχουν ενισχύσει την αίσθηση ότι «το σύστημα λειτουργεί για τους λίγους και όχι για τους πολλούς». Την ίδια ώρα, η Ντιάνα περνά τις νύχτες με τα βλέφαρα ανοιχτά — όχι από την πείνα, αλλά από τη φασαρία και τα λέιζερ που στοχεύουν στη σκηνή της από την ομάδα φιλοκυβερνητικών «αντι-διαδηλωτών» που κατασκηνώνει λίγα μέτρα πιο πέρα. Το κλίμα είναι ηλεκτρισμένο. Και η ίδια το γνωρίζει. «Έχουν προσπαθήσει να με εξοντώσουν ψυχολογικά, αλλά δεν θα κάνουν πίσω ούτε κι εγώ», λέει. Δεν θέλει να μιλήσει για τον μικρότερο γιο της, φοβούμενη —όπως λέει— ότι θα μπει στο στόχαστρο των υπηρεσιών ασφαλείας.
Τις τελευταίες ημέρες, η υγεία της έχει επιδεινωθεί. Μεταφέρθηκε σε κλινική με αφυδάτωση, καθώς η αρτηριακή της πίεση έπεσε απότομα. Παρ’ όλα αυτά, επέστρεψε στη σκηνή λίγες ώρες αργότερα. Όταν τη συνάντησαν ξανά οι δημοσιογράφοι, το πρόσωπό της ήταν πιο ωχρό, τα μάγουλά της πιο βαθουλωμένα, αλλά η φωνή της σταθερή. «Τα παιδιά με χρειάζονται», είπε. «Όταν ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις, προσπάθησαν να τα φοβίσουν, να τα διαλύσουν. Τώρα όμως είμαστε μαζί. Είμαστε πιο δυνατοί.» Οι διαδηλωτές ζητούν πλέον όχι μόνο δικαιοσύνη για τα θύματα του σταθμού, αλλά και πρόωρες εκλογές. Ο Βούτσιτς, από την πλευρά του, απορρίπτει τα αιτήματα περί παραίτησης και δηλώνει ότι «θα αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά από τα δικαστήρια, όχι από τον δρόμο». Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι μίλησε με τη Ντιάνα προσπαθώντας να τη μεταπείσει να φάει. Αντί για συμφιλίωση, η συνομιλία φέρεται να βάθυνε το χάσμα.
Ακόμη και στελέχη της αντιπολίτευσης —που θεωρητικά τη στηρίζουν— της ζητούν να σταματήσει την απεργία «πριν είναι αργά». Άλλοι εμφανίζονται ενθουσιασμένοι από το κουράγιο της. Κάποιοι μάλιστα έχουν ξεκινήσει τη δική τους απεργία πείνας, αν και αρκετοί εγκατέλειψαν γρήγορα όταν ένιωσαν τις πρώτες σωματικές επιπτώσεις. Όμως η Ντιάνα δεν μοιάζει διατεθειμένη να υποχωρήσει. Η αίσθηση της προσωπικής της αποστολής έχει πάρει διαστάσεις που ξεπερνούν την προσωπική της τραγωδία. Αυτό που ξεκίνησε ως θρήνος για τον γιο της, μετατράπηκε σε ένα είδος δημόσιας αποστολής. «Αν χρειαστεί να θυσιαστώ, αρκεί τα παιδιά αυτής της χώρας να ζήσουν σε ένα καθαρότερο μέλλον», λέει χωρίς ίχνος υπερβολής.Οι συγκεντρώσεις έξω από τη σκηνή της έχουν αποκτήσει τελετουργικό χαρακτήρα. Σιωπηλές αγρυπνίες με κεριά, προσευχές από ιερείς, εθελοντές που αφήνουν μικρά δώρα, μαθητές που περνούν απλώς για να της δώσουν ένα σημείωμα ενθάρρυνσης.
Κανείς δεν γνωρίζει τι θα ακολουθήσει. Αν η υγεία της επιδεινωθεί περαιτέρω, η κίνηση διαμαρτυρίας μπορεί να αποκτήσει νέα, απρόβλεπτη δυναμική. Οι αναλυτές μιλούν ήδη για «πιθανό σημείο καμπής» σε μια χώρα που εδώ και μήνες βυθίζεται σε κοινωνικό βρασμό. Η ίδια, όμως, δεν μιλά για πολιτική στρατηγική. Μιλά μόνο για τον Στέφαν — και για τους νέους που βλέπει στους δρόμους. «Με κοιτούν σαν να είμαι δική τους μάνα», λέει. «Και εγώ δεν θα τους αφήσω.»
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0