Γιατί η Νέα Δημοκρατία παραμένει πρώτη, κόντρα στη φθορά
Το 2025 δεν υπήρξε για την κυβέρνηση μια «εύκολη» χρονιά. Ήταν μια περίοδος συνεχούς πίεσης, κοινωνικής έντασης, πολιτικών συγκρούσεων και εξωγενών προκλήσεων, που σε άλλες εποχές θα αρκούσαν για να διαβρώσουν ανεπανόρθωτα την κυβερνητική βάση. Κι όμως, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Νέα Δημοκρατία όχι μόνο δεν κατέρρευσε, αλλά διατήρησε με αξιοσημείωτη σταθερότητα την πρώτη θέση στο πολιτικό σύστημα, επιβεβαιώνοντας ότι η πολιτική αντοχή δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο αλλά αποτέλεσμα στρατηγικής, συνέπειας και κυβερνητικής αξιοπιστίας. Οι δημοσκοπικές αποτυπώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους δείχνουν ένα κόμμα που κινείται σταθερά κοντά στο 29%, με μικρές διακυμάνσεις, χωρίς όμως ποτέ να απειλείται ουσιαστικά η πρωτιά του. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη το περιβάλλον μέσα στο οποίο επιτεύχθηκε: σκάνδαλα που μονοπώλησαν τη δημόσια συζήτηση, κοινωνικές κινητοποιήσεις, διεθνείς αναταράξεις, πίεση στο κόστος ζωής και έντονη φθορά από τη μακρά παραμονή στην εξουσία. Παρά ταύτα, η Νέα Δημοκρατία άντεξε. Και αυτή η αντοχή δεν είναι τυχαία.
Το βασικό πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης δεν ήταν ποτέ η απουσία προβλημάτων, αλλά η αίσθηση ότι υπάρχει σχέδιο, συνέχεια και ικανότητα διαχείρισης. Σε μια κοινωνία που έχει βιώσει αλλεπάλληλες κρίσεις την τελευταία δεκαπενταετία, η σταθερότητα δεν αντιμετωπίζεται ως αφηρημένη έννοια, αλλά ως προϋπόθεση ασφάλειας. Η Νέα Δημοκρατία, ακόμα και σε στιγμές έντονης κριτικής, εξακολούθησε να εκπέμπει εικόνα θεσμικής κανονικότητας, ευρωπαϊκού προσανατολισμού και διοικητικής επάρκειας. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εικόνα διαδραματίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η προσωπική του πολιτική αντοχή λειτούργησε ως σταθεροποιητικός παράγοντας σε όλη τη διάρκεια του 2025. Παρά τη φθορά που αναπόφευκτα συνοδεύει κάθε πρωθυπουργία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατήρησε σαφές προβάδισμα στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, αφήνοντας σε μεγάλη απόσταση όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους. Αυτό δεν προκύπτει από προσωπολατρία, αλλά από μια διαχρονική αξιολόγηση: μεγάλο μέρος της κοινωνίας θεωρεί ότι, σε συνθήκες αβεβαιότητας, ο σημερινός πρωθυπουργός προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια, προβλεψιμότητα και διεθνή αξιοπιστία από οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη επιλογή.
Η κυβέρνηση, άλλωστε, κρίθηκε όχι μόνο για όσα δεν πέτυχε, αλλά και για όσα διατήρησε όρθια. Η δημοσιονομική πειθαρχία, η σταθερή μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, η διατήρηση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας και η αποφυγή τυχοδιωκτισμών αποτέλεσαν θεμέλια που αναγνωρίστηκαν ακόμη και από πολίτες που εκφράζουν επιμέρους δυσαρέσκεια. Σε μια Ευρώπη που δοκιμάζεται από πολιτικές αναταράξεις και οικονομικές ανισορροπίες, η εικόνα μιας χώρας που κυβερνάται με σχέδιο και θεσμική συνέχεια λειτούργησε υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή, η αντιπολίτευση δεν κατάφερε να μετατρέψει τη φθορά της κυβέρνησης σε εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ παρέμεινε μεν στη δεύτερη θέση, αλλά χωρίς δυναμική σύγκλισης. Τα μικρότερα κόμματα κατέγραψαν αποσπασματικές ανόδους, συχνά συνδεδεμένες με συγκεκριμένα γεγονότα ή θεματικές, χωρίς όμως να αποκτήσουν σταθερό πολιτικό βάθος. Ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης, η απουσία ενιαίου αφηγήματος και η έλλειψη πειστικού κυβερνητικού σχεδίου λειτούργησαν, τελικά, ως έμμεση ενίσχυση της κυβερνητικής σταθερότητας.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και το φαινόμενο της απάντησης «κανένας» στις δημοσκοπήσεις για την καταλληλότητα πρωθυπουργού. Αντί να πλήττει την κυβέρνηση, λειτούργησε ως πολιτική μομφή προς την αντιπολίτευση. Οι πολίτες που επιλέγουν το «κανένας» δεν δηλώνουν ότι απορρίπτουν τη σημερινή διακυβέρνηση· δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται κανέναν άλλον να την αντικαταστήσει. Και αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι ένα από τα πιο ισχυρά τεκμήρια της πολιτικής αντοχής της Νέας Δημοκρατίας. Το 2025 κατέδειξε ότι η πρωτιά δεν διατηρείται μόνο με ευνοϊκές συνθήκες, αλλά κυρίως με αντοχή στις δυσκολίες. Η Νέα Δημοκρατία δοκιμάστηκε, πιέστηκε, αμφισβητήθηκε, αλλά δεν λύγισε. Παρέμεινε πρώτη γιατί εξακολουθεί να εκφράζει, για ένα κρίσιμο τμήμα της κοινωνίας, τη σοβαρότητα, τη θεσμική ευθύνη και τη δυνατότητα διακυβέρνησης σε έναν κόσμο αβεβαιότητας. Αυτό ακριβώς είναι και το πολιτικό της πλεονέκτημα ενόψει του 2026: όχι η απουσία προβλημάτων, αλλά η εμπεδωμένη αίσθηση ότι, παρά τις δυσκολίες, η χώρα κυβερνάται με σχέδιο, συνέχεια και επίγνωση των ευθυνών της εξουσίας.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0