Το ΣτΕ βάζει τέλος στις καθυστερήσεις της εφορίας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας βάζει οριστικό τέλος στις φορολογικές υποθέσεις που λιμνάζουν για χρόνια στα συρτάρια των ελεγκτικών αρχών και ξεκαθαρίζει ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να επανέρχεται πολύ αργά, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, για να διεκδικήσει φόρους και πρόστιμα. Με τη νεότερη κρίση του Β’ Τμήματος, το ΣτΕ κλείνει υποθέσεις που έχουν μείνει «στα αζήτητα» για περισσότερο από πέντε χρόνια, υποχρεώνοντας ουσιαστικά τη φορολογική διοίκηση να κινηθεί γρήγορα, συντονισμένα και αποτελεσματικά. Η λογική είναι απλή: ό,τι δεν ελέγχεται και δεν βεβαιώνεται μέσα στην πενταετία, παραγράφεται. Σύμφωνα με την «Καθημερινή», οι δικαστές στέλνουν έτσι ένα διπλό μήνυμα. Πρώτον, ότι οι υπηρεσίες της εφορίας δεν μπορούν να επικαλούνται τη δική τους καθυστέρηση ή εσωτερική ασυνεννοησία για να δικαιολογήσουν καταλογισμούς φόρων εκτός προθεσμίας. Δεύτερον, ότι οι έλεγχοι πρέπει να γίνονται εγκαίρως, αλλιώς το κράτος χάνει οριστικά το δικαίωμα να διεκδικήσει τα ποσά.
Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση 1519/2025. Πρόκειται για ιδιοκτήτη επιχείρησης χωματουργικών εργασιών, ο οποίος είχε ελεγχθεί από την Περιφερειακή Διεύθυνση Κρήτης του ΣΔΟΕ για τις χρήσεις 2007 και 2008. Ήδη από το 2013, οι ελεγκτές είχαν διαπιστώσει ότι είχαν εκδοθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία και είχαν συντάξει σχετικά υπηρεσιακά σημειώματα. Με άλλα λόγια, η φορολογική διοίκηση γνώριζε την υπόθεση και είχε στη διάθεσή της όλα τα κρίσιμα στοιχεία πριν λήξει η πενταετής προθεσμία παραγραφής. Ωστόσο, ουσιαστικός καταλογισμός δεν έγινε μέσα στο νόμιμο χρονικό όριο. Αντιθέτως, χρόνια αργότερα, το 2019, η προϊσταμένη της ΔΟΥ Ρεθύμνου εξέδωσε νέα εντολή ελέγχου για τις ίδιες ακριβώς χρήσεις, αξιοποιώντας έγγραφα που της διαβιβάστηκαν τότε από την Οικονομική Αστυνομία. Με βάση αυτά τα στοιχεία, που δεν ήταν πραγματικά νέα αλλά επανάληψη όσων είχαν ήδη καταγραφεί το 2013, εκδόθηκαν πράξεις προσδιορισμού φόρου οι οποίες επιβάρυναν τον επιχειρηματία με περίπου 228.000 ευρώ. Ο ίδιος προσέφυγε αρχικά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και στη συνέχεια στα διοικητικά δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι το Δημόσιο είχε χάσει το δικαίωμα να του καταλογίσει τον φόρο λόγω παραγραφής.
Το Διοικητικό Εφετείο στάθηκε με το μέρος της εφορίας. Έκρινε ότι τα έγγραφα που εστάλησαν στη ΔΟΥ Ρεθύμνου το 2019 μπορούσαν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και έτσι να παραταθεί η παραγραφή από τα πέντε στα δέκα έτη. Με αυτό το σκεπτικό δόθηκε η εντύπωση ότι η διοίκηση μπορούσε να κρατά ανοιχτές υποθέσεις για μια δεκαετία, ιδίως όταν πρόκειται για υποθέσεις εικονικών συναλλαγών, που θεωρούνται πολύπλοκες και δύσκολες στην τεκμηρίωση. Το Β’ Τμήμα του ΣτΕ όμως ανέτρεψε αυτή τη θεώρηση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε ο μεταγενέστερος έλεγχος δεν ήταν καινούργια, αλλά ήδη γνωστά εντός της αρχικής πενταετίας. Επομένως, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα για να κρατηθεί «ζωντανή» η υπόθεση μέχρι και το 2019. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο συγκεκριμένος φορολογούμενος απαλλάσσεται από την καταβολή των 228.389 ευρώ.
Η σημασία της απόφασης δεν είναι μόνο ατομική, αλλά συστημική. Το ΣτΕ υπενθυμίζει ότι η παραγραφή πέντε ετών για φορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου δεν είναι τυπικό χρονοδιάγραμμα αλλά θεσμική εγγύηση. Η πενταετία υπάρχει για να κλείνει γρήγορα ο κύκλος του ελέγχου, να γνωρίζει ο πολίτης ποιες είναι οι υποχρεώσεις του και να μπορεί το κράτος να εισπράττει έγκαιρα ό,τι του αναλογεί. Όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ της «Καθημερινής», έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι όταν το Δημόσιο προσπαθεί να επιβάλει φόρους και πρόστιμα μετά από 15 ή 20 χρόνια, τα χρήματα δεν επιστρέφουν ποτέ πραγματικά στα ταμεία. Η καθυστέρηση δεν λειτουργεί υπέρ της νομιμότητας. Λειτουργεί υπέρ της αδράνειας.
Κεντρικό σημείο της απόφασης είναι και το δόγμα της «ενιαίας φορολογικής διοίκησης». Το ΣτΕ καθιστά σαφές ότι για τον πολίτη η φορολογική αρχή είναι μία. Δεν γίνεται μια ΔΟΥ να ισχυρίζεται ότι «δεν γνώριζε» τι είχε διαπιστώσει μια άλλη υπηρεσία του ίδιου κράτους, ούτε είναι θεμιτό διαφορετικές διευθύνσεις να πετούν την ευθύνη η μία στην άλλη για να δικαιολογήσουν γιατί πέρασε η πενταετία χωρίς να εκδοθούν πράξεις καταλογισμού. Η εσωτερική κακοσυνεννόηση, δηλαδή η δική τους διοικητική αδυναμία, δεν μπορεί να παρατείνει την προθεσμία που ο νόμος δίνει στο Δημόσιο. Αντίθετα, αυτή η αδυναμία επιστρέφει ως συνέπεια πάνω στο ίδιο το Δημόσιο, που χάνει το δικαίωμα βεβαίωσης. Η απόφαση τάσσεται ξεκάθαρα κατά της λογικής «θα τα βρούμε κάποτε μεταξύ μας και θα βεβαιώσουμε αργότερα». Το «αργότερα» τελειώνει στην πενταετία.
Το ΣτΕ εξηγεί επίσης πότε μπορεί πράγματι να υπάρξει παράταση στη δεκαετία. Η δεκαετής παραγραφή ενεργοποιείται μόνο αν, μετά την πενταετία, προκύψουν όντως νέα, ουσιώδη στοιχεία τα οποία δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει η εφορία νωρίτερα με εύλογη επιμέλεια και τα οποία αυξάνουν τον φόρο που θα έπρεπε να καταλογιστεί. Αντιθέτως, δεν θεωρούνται «συμπληρωματικά στοιχεία» εκείνα τα οποία είτε υπήρχαν ήδη στον φάκελο είτε θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί υπόψη εγκαίρως εάν η διοίκηση είχε κινηθεί όπως όφειλε. Στο συγκεκριμένο περιστατικό, το Δικαστήριο έκρινε ότι η φορολογική διοίκηση είχε από το 2013 όλα τα κρίσιμα δεδομένα για την υποτιθέμενη εικονικότητα των τιμολογίων και άρα είχε καθήκον είτε να εκδώσει πράξεις μέσα στο όριο είτε, αν δεν ήταν η αρμόδια υπηρεσία γι’ αυτό, να διαβιβάσει πλήρως τον φάκελο στην αρμόδια ΔΟΥ μέσα στο ίδιο διάστημα. Το γεγονός ότι τελικά επενέβη μια άλλη υπηρεσία, χρόνια αργότερα, δεν σώζει τον φάκελο. Αντιθέτως, αποδεικνύει ότι το κράτος κινήθηκε εκπρόθεσμα.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», οι αποφάσεις αυτές αλλάζουν ουσιαστικά την οπτική της φορολογικής διοίκησης. Σπρώχνουν τις αρχές σε ελέγχους ταχύτερους, εντατικούς και επίκαιρους, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι ορισμένες παλιές υποθέσεις κλείνουν χωρίς να επιβληθούν ποτέ πρόστιμα. Η λογική είναι ότι δεν έχει κανένα νόημα να ανοίγουν ξανά φάκελοι δεκαετίας μόνο και μόνο για να σταλούν πράξεις βεβαίωσης που τελικά δεν εισπράττονται. Αντίθετα, έχει αξία να γνωρίζει ο επαγγελματίας με σαφήνεια και σε πραγματικό χρόνο τι οφείλει και τι κίνδυνο έχει, ώστε να μπορεί να προγραμματίσει τη δραστηριότητά του και να συνεχίσει να επενδύει. Όπως επισημαίνουν δικαστικές πηγές, αυτή η ασφάλεια δικαίου δεν είναι χάδι στους παραβάτες, αλλά όρος για να λειτουργεί στοιχειωδώς η οικονομία: από τη στιγμή που ο κανόνας είναι γνωστός, και η προθεσμία είναι σαφής, η συμμόρφωση γίνεται πιο ρεαλιστική και το ίδιο το κράτος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να εισπράξει.
Η υπόθεση αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Παρά το γεγονός ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ ήδη από το 2017 είχε τοποθετήσει με αυστηρό τρόπο το όριο της πενταετούς παραγραφής ως γενικό κανόνα και είχε περιορίσει σε ελάχιστες, συγκεκριμένες περιπτώσεις τη δυνατότητα επέκτασης στα δέκα χρόνια, εξακολουθούν να φτάνουν στο Β’ Τμήμα του δικαστηρίου δεκάδες υποθέσεις με τον ίδιο πυρήνα: αν μπορεί η εφορία, επικαλούμενη τεχνικά προβλήματα, φόρτο ή αργή διαβίβαση στοιχείων από άλλη υπηρεσία, να επανέλθει ετεροχρονισμένα και να ζητήσει χρήματα. Το ΣτΕ απαντά ξανά και ξανά ότι δεν μπορεί. Και με την απόφαση 1519/2025, το διατυπώνει με τον πιο σαφή τρόπο μέχρι τώρα.
Στην πράξη, η νομολογία αυτή λειτουργεί σαν προειδοποίηση προς τη φορολογική διοίκηση: τελειώνει η εποχή των υπερήλικων ελέγχων. Αν υπάρχουν ενδείξεις παραβατικότητας, το κράτος καλείται να τις αξιοποιήσει άμεσα, να συνεννοηθούν οι υπηρεσίες μεταξύ τους και να εκδώσουν πράξεις μέσα στο νόμιμο πλαίσιο. Αν όχι, η υπόθεση κλείνει. Δεν είναι αθώωση επί της ουσίας· είναι λήξη λόγω αδράνειας. Και αυτή η λήξη, όπως σχολιάζουν ανώτατες πηγές που επικαλείται η «Καθημερινή», ίσως τελικά αποδειχθεί πιο αποτελεσματική για τα δημόσια έσοδα και για την ίδια την οικονομία, επειδή επιβάλλει στην εφορία να λειτουργεί έγκαιρα και όχι εκ των υστέρων, όταν πια είναι αργά.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0