Πυρηνικά όπλα: Η επιστροφή των φαντασμάτων

Οκτώβριος 30, 2025 - 10:45
 0
Πυρηνικά όπλα: Η επιστροφή των φαντασμάτων

Σε μια απόφαση που ανατρέπει ισορροπίες δεκαετιών και ανοίγει ένα επικίνδυνο κεφάλαιο στην παγκόσμια ιστορία των εξοπλισμών, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε την επανεκκίνηση των αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών, τερματίζοντας ένα μορατόριουμ που ίσχυε αδιάκοπα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η κίνηση αυτή, που αιφνιδίασε τη διεθνή κοινότητα, έρχεται σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών αναταράξεων και ενδέχεται να πυροδοτήσει μια νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, με επιπτώσεις που θυμίζουν σκοτεινά κεφάλαια του Ψυχρού Πολέμου. Από το προεδρικό ελικόπτερο Marine One, καθ’ οδόν προς τη Νότια Κορέα για τη συνάντησή του με τον Σι Τζινπίνγκ, ο Τραμπ επέλεξε να δημοσιοποιήσει την απόφασή του μέσω Truth Social, επιμένοντας ότι «δεν είχε άλλη επιλογή». Υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να διασφαλίσουν την αξιοπιστία του πυρηνικού τους οπλοστασίου απέναντι σε αντιπάλους όπως η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίοι, όπως είπε, «δοκιμάζουν όπλα ικανά να φέρουν πυρηνικές κεφαλές».

Η ρητορική του ωστόσο ήταν αντιφατική: από τη μια εξέφρασε την επιθυμία για αποπυρηνικοποίηση και συνεργασία με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις· από την άλλη, υπέγραψε μια απόφαση που ενδέχεται να διαλύσει οριστικά το πλαίσιο εμπιστοσύνης που οικοδομήθηκε με κόπο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η τελευταία πυρηνική δοκιμή των ΗΠΑ πραγματοποιήθηκε το 1992 στη Νεβάδα, όταν η Ουάσιγκτον αποφάσισε να σταματήσει τις εκρηκτικές δοκιμές υπέρ της Συνθήκης για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT) του 1996. Αν και η Ουάσιγκτον υπέγραψε τη συνθήκη, δεν την επικύρωσε ποτέ. Η Ρωσία, αντιθέτως, την επικύρωσε το 2000 — μέχρι που ο Βλαντίμιρ Πούτιν την ανακάλεσε το 2023, σε μια σαφή ένδειξη ότι οι ισορροπίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής καταρρέουν.

Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, πάνω από 2.000 πυρηνικές δοκιμές έχουν διεξαχθεί από το 1945 έως σήμερα. Περισσότερες από τις μισές πραγματοποιήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η Σοβιετική Ένωση ακολούθησε με 715. Οι μακροχρόνιες περιβαλλοντικές και ανθρωπιστικές συνέπειες αυτών των δοκιμών —από τον Ειρηνικό έως το Καζακστάν— άφησαν ανεξίτηλα σημάδια: μολυσμένες εκτάσεις, καρκινοπαθείς πληθυσμούς, κοινότητες που ζουν ακόμη μέσα στην αβεβαιότητα. Οι σημερινοί αριθμοί δείχνουν μια ανησυχητική σταθερότητα στη στρατηγική ανισορροπία: η Ρωσία διαθέτει περίπου 5.500 πυρηνικές κεφαλές, οι ΗΠΑ 5.200 και η Κίνα περίπου 600 — αριθμός που αυξάνεται κάθε χρόνο. Γύρω τους, άλλες έξι χώρες —η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ινδία, το Πακιστάν, το Ισραήλ και η Βόρεια Κορέα— συνθέτουν το κλειστό κλαμπ των πυρηνικών δυνάμεων.

Αν και το συνολικό παγκόσμιο απόθεμα έχει μειωθεί από το απόγειο των 70.000 κεφαλών του 1986 σε περίπου 12.000 σήμερα, οι περισσότερες εξακολουθούν να βρίσκονται σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία συνεχίζουν να εκσυγχρονίζουν το οπλοστάσιό τους, ενώ η Κίνα επεκτείνει τη λεγόμενη «πυρηνική τριάδα» της, ενισχύοντας την ικανότητά της να απαντήσει σε ενδεχόμενο πρώτο πλήγμα. Η απόφαση Τραμπ δεν ερμηνεύεται απλώς ως τεχνική ανάγκη ελέγχου του οπλοστασίου. Πολλοί αναλυτές τη βλέπουν ως πολιτική δήλωση ισχύος, ένα μήνυμα προς τη Μόσχα και το Πεκίνο ότι η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να ανταποκριθεί σε κάθε μορφή πυρηνικού ανταγωνισμού. Ωστόσο, η χρονική συγκυρία —εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία και των εντάσεων στην Ασία— καθιστά την κίνηση εξαιρετικά επικίνδυνη.

Σύμφωνα με διεθνείς εμπειρογνώμονες, μια αμερικανική δοκιμή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ντόμινο: η Ρωσία και η Κίνα θα αισθανθούν πολιτικά δικαιολογημένες να προχωρήσουν σε δικές τους δοκιμές, ενώ άλλες χώρες με ενεργά πυρηνικά προγράμματα, όπως η Ινδία ή η Βόρεια Κορέα, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν. Το αποτέλεσμα θα ήταν η πλήρης κατάρρευση του πλαισίου ελέγχου όπλων που διαμορφώθηκε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αν και η Ουάσιγκτον υποστηρίζει ότι οι δοκιμές θα γίνουν για καθαρά επιστημονικούς σκοπούς και με απόλυτη ασφάλεια, η πραγματικότητα είναι πως πρόκειται για μια απόφαση με βαθύ πολιτικό και στρατηγικό περιεχόμενο. Οι εγκαταστάσεις δοκιμών στη Νεβάδα, κλειστές για περισσότερο από τριάντα χρόνια, θα χρειαστούν μήνες —ίσως και χρόνια— για να προετοιμαστούν. Όμως το ζήτημα δεν είναι τεχνικό. Είναι ζήτημα εμπιστοσύνης: αν η χώρα που θεωρείται θεματοφύλακας του διεθνούς συστήματος κανόνων επαναφέρει τις πυρηνικές εκρήξεις, πώς θα πείσει τις υπόλοιπες να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους;

Η επανεκκίνηση των πυρηνικών δοκιμών των ΗΠΑ μπορεί να καταγραφεί ως μία από τις πλέον κρίσιμες αποφάσεις της εποχής Τραμπ. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η παγκόσμια ασφάλεια μπαίνει σε επικίνδυνη τροχιά, καθώς οι γραμμές αποτροπής γίνονται πιο θολές και η ψυχροπολεμική λογική της «ισορροπίας του τρόμου» επιστρέφει. Τριάντα τρία χρόνια μετά το τέλος της εποχής των δοκιμών, η ανθρωπότητα δείχνει έτοιμη να ξαναπατήσει το ίδιο κουμπί που είχε υποσχεθεί πως δεν θα ξαναγγίξει. Και αυτή τη φορά, δεν πρόκειται απλώς για μια δοκιμή ισχύος, αλλά για μια δοκιμασία μνήμης — για το αν ο κόσμος έμαθε πραγματικά από το ίδιο του το παρελθόν.

Ποια είναι η αντίδρασή σας;

Μου αρέσει Μου αρέσει 0
Μη Αγαπημένο Μη Αγαπημένο 0
Αγάπη Αγάπη 0
Αστείο Αστείο 0
Θυμωμένος Θυμωμένος 0
Λυπημένος Λυπημένος 0
Ουάου Ουάου 0