Μη κρατικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα, δίδακτρα και κριτήρια: Μια ιστορική τομή για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Μια ιστορική τομή για την ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση συνιστά η έναρξη φοίτησης το ακαδημαϊκό έτος 2025-2026 στα πρώτα μη κρατικά πανεπιστήμια (ΝΠΠΕ) που έλαβαν άδεια λειτουργίας. Για πρώτη φορά, φοιτητές θα εγγράφονται σε ιδρύματα πανεπιστημιακού χαρακτήρα εντός Ελλάδας τα οποία δεν είναι δημόσια ΑΕΙ, αλλά λειτουργούν με κρατική πιστοποίηση και αξιολόγηση. Τα τέσσερα ιδρύματα που ανοίγουν είναι το UNIC Athens (παράρτημα του University of Nicosia), το CITY – ευρωπαϊκό παράρτημα του University of York, το University of Keele Greece (παράρτημα του University of Keele) και το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Ανατόλια (παράρτημα του Open University). Τα προγράμματά τους καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα σπουδών: διοίκηση επιχειρήσεων, οικονομικά, ψυχολογία, πληροφορική, βιολογία και εφαρμοσμένες επιστήμες υγείας, διεθνείς σχέσεις, ανθρωπιστικές σπουδές, καθώς και αντικείμενα υψηλού επαγγελματικού βάρους όπως Νομική και Ιατρική, τα οποία βρίσκονται προς τελική έγκριση. Συνολικά έχουν κατατεθεί 28 προπτυχιακά προγράμματα, εκ των οποίων τα 16 έχουν ήδη πιστοποιηθεί από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), ενώ τα υπόλοιπα 12 αξιολογούνται αυτή την περίοδο, με έμφαση κυρίως στις υποδομές, στη στελέχωση, στη βιβλιοθήκη και στη σαφήνεια των πιστωτικών μονάδων.
Οι σπουδές σε αυτά τα ιδρύματα δεν είναι δωρεάν. Τα ετήσια δίδακτρα κινούνται περίπου από 9.000 έως 27.000 ευρώ, ανάλογα με το γνωστικό αντικείμενο και το κόστος υποστήριξης (εργαστήρια, κλινική εκπαίδευση κ.λπ.). Πέρα από τα βασικά δίδακτρα υπάρχουν πρόσθετες χρεώσεις για αίτηση, εγγραφή, τεχνολογικές υπηρεσίες, αναλυτικές βαθμολογίες, μεταφορά ECTS, επανεξέταση και διαδικασία αποφοίτησης. Προβλέπονται δόσεις για φοιτητές από χώρες της Ε.Ε., καθώς και μικρές εκπτώσεις για έγκαιρη καταβολή, αλλά η οικονομική είσοδος παραμένει σαφές φράγμα: μπαίνουμε σε ένα περιβάλλον όπου η πανεπιστημιακή φοίτηση εντός Ελλάδας μπορεί να απαιτεί σημαντικό ιδιωτικό κόστος.
Το πλαίσιο επιλογής φοιτητών διαφέρει αισθητά από το κλασικό ελληνικό μοντέλο. Ο νόμος επιβάλλει ως κατώφλι την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) των Πανελλαδικών: κανείς δεν γίνεται δεκτός κάτω από αυτή. Από εκεί και πέρα, κάθε ίδρυμα προσθέτει δικά του φίλτρα. Κοιτάζεται ο βαθμός απολυτηρίου Λυκείου (και μάλιστα όχι μόνο ο τελικός μέσος όρος, αλλά και οι βαθμοί στις σχετικές κατευθύνσεις), η επίδοση σε κρίσιμα μαθήματα, η γνώση αγγλικών σε υψηλό επίπεδο (συνήθως τουλάχιστον Β2 με πρόσφατη πιστοποίηση), η συνέντευξη με ακαδημαϊκό υπεύθυνο, ακόμη και στοιχεία προσωπικού προφίλ όπως συστατικές επιστολές, δραστηριότητες, εθελοντισμός, στόχοι σπουδών. Σε απαιτητικά αντικείμενα όπως η Ιατρική δηλώνεται ρητά ότι οι θέσεις θα καλύπτονται με βάση σειρά κατάταξης στους ισχυρότερους υποψηφίους. Αυτό σημαίνει ότι η είσοδος δεν γίνεται «εφόσον πληρώσεις», αλλά όντως μέσω αξιολόγησης, πιο κοντά σε βρετανικό/αγγλόφωνο πανεπιστημιακό μοντέλο παρά σε τυφλή εγγραφή.
Κάθε ίδρυμα διαμορφώνει και τη δική του ταυτότητα. Το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη ξεκινά αποκλειστικά αγγλόφωνα προγράμματα σε διοίκηση επιχειρήσεων, πολιτική επιστήμη/διεθνείς σχέσεις, ψυχολογία, πληροφορική και βιολογία και στοχεύει σε σχετικά μικρό πρώτο έτος εισακτέων ώστε να υπάρχει στενή ακαδημαϊκή παρακολούθηση. Το UNIC Athens στην Αθήνα εμφανίζεται με φιλόδοξη κλίμακα (στόχος εκατοντάδων εισακτέων) και χαρτοφυλάκιο σχολών που περιλαμβάνει Ιατρική, Φαρμακευτική, Νομική, Διοίκηση, Πληροφορική και Επιστήμες Υγείας, σε πλήρη αντιστοίχιση με το μητρικό πανεπιστήμιο Κύπρου. Το CITY – University of York στη Θεσσαλονίκη δίνει έμφαση στη Διοίκηση, στην Επιστήμη Υπολογιστών, στην Ψυχολογία και στις Ανθρωπιστικές/Νομικές σπουδές, διακηρύσσοντας ως προϋπόθεση υψηλό απολυτήριο Λυκείου και ισχυρή αγγλομάθεια. Το University of Keele Greece στην Αθήνα εστιάζει σε Νομική, Ιατρική/Επιστήμες Υγείας και Κοινωνικές Επιστήμες (π.χ. αγγλική φιλολογία, ψυχολογία με νευροεπιστήμη), και δίνει τεράστιο βάρος στη δια ζώσης ακαδημαϊκή συνέντευξη, αξιολογώντας ωριμότητα, ικανότητα επιχειρηματολογίας και αίσθηση ευθύνης για επαγγέλματα υψηλής κοινωνικής σημασίας, όπως ο γιατρός ή ο νομικός.
Από την πλευρά της Πολιτείας, η λειτουργία αυτών των ιδρυμάτων συνοδεύεται από καθεστώς πιστοποίησης που δεν είναι τυπικό: η ΕΘΑΑΕ ελέγχει κάθε πρόγραμμα για επάρκεια προσωπικού (βαθμίδες διδασκόντων, όχι απλώς ωρομίσθιοι), για υποδομές (βιβλιοθήκη, εργαστήρια, χώρους σίτισης/στέγασης), για δομή προγράμματος και για σωστή κατανομή πιστωτικών μονάδων ECTS, ώστε τα πτυχία να είναι συγκρίσιμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αξιολογητές είναι καθηγητές του ίδιου ή συναφούς αντικειμένου, σε αρκετές περιπτώσεις Έλληνες του εξωτερικού, και – ειδικά στα προγράμματα που οδηγούν σε νομοθετικά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα όπως Ιατρική και Νομική – συμμετέχει και εκπρόσωπος επαγγελματικού φορέα. Έχουν ήδη διατυπωθεί παρατηρήσεις για ελλείψεις: ανεπαρκείς βιβλιοθήκες σε νομικά προγράμματα, ζητήματα στέγασης φοιτητών, μέχρι και κριτική σε θέματα ποιότητας καθημερινής φοιτητικής υποστήριξης.
Αυτά δείχνουν ότι η πιστοποίηση δεν είναι «τυπική σφραγίδα», αλλά μια διαδικασία που πιάνει και πρακτικά ζητήματα φοιτητικής ζωής. Σημαντικό επίσης είναι ότι τα προγράμματα που απομένουν προς πιστοποίηση είναι αυτά με τη μεγαλύτερη ευαισθησία για την ελληνική κοινωνία και την αγορά εργασίας (Νομική, Ιατρική). Η τελική τους έγκριση θα καθορίσει και το πόσο πλήρως θα αναγνωριστεί το νέο σχήμα ως ισότιμη πανεπιστημιακή διαδρομή και όχι απλώς ως «ιδιωτική εναλλακτική».
Σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί κάτι διπλό. Από τη μία, η Ελλάδα αποκτά για πρώτη φορά ένα παράλληλο δίκτυο πανεπιστημιακών τίτλων χωρίς να χρειάζεται ο φοιτητής να φύγει στο εξωτερικό για να αγοράσει, ουσιαστικά, την ίδια υπηρεσία. Από την άλλη, εισάγεται και επίσημα ένα σύστημα όπου η πρόσβαση στην πανεπιστημιακή γνώση μπορεί να εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας. Αυτό αναπόφευκτα θα ανοίξει συζήτηση περί «εκπαίδευσης δύο ταχυτήτων»: από τη μία το δημόσιο ΑΕΙ χωρίς δίδακτρα αλλά με πίεση σε υποδομές και μαζικότητα· από την άλλη τα μη κρατικά, με υψηλό δίδακτρο, μικρότερα τμήματα, στενή παρακολούθηση και έντονη αγγλόφωνη/διεθνή ταυτότητα.
Το σίγουρο είναι ότι το μοντέλο αλλάζει. Ο υποψήφιος φοιτητής πια δεν έχει μόνο το μηχανογραφικό και τη θέση που «του έγραψε η βαθμολογία». Έχει και δεύτερη διαδρομή: μπορεί να πει «πέρασα σε δημόσιο τμήμα, αλλά επιλέγω ένα μη κρατικό με διαφορετική φιλοσοφία σπουδών, αγγλόφωνο περιβάλλον και διεθνές όνομα». Αυτό, από μόνο του, δημιουργεί για πρώτη φορά πραγματικό ανταγωνισμό μέσα στα σύνορα. Το αν αυτό θα ανεβάσει συνολικά την ποιότητα ή θα διχάσει το σύστημα σε «όσους μπορούν» και «όσους δεν μπορούν», θα φανεί πολύ γρήγορα. Η πρώτη φουρνιά φοιτητών του 2025-2026 είναι ουσιαστικά το crash test.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0