Υιοθεσίες Ελλάδα: «Έχω βιώσει ένα θαύμα», λέει 48χρονος μονογονέας μετά από χρόνια αναμονής
Η εικόνα αλλάζει σιγά-σιγά: εκατοντάδες παιδιά κάθε χρόνο βγαίνουν από την ανωνυμία των ιδρυμάτων και βρίσκουν μια μόνιμη, ασφαλή οικογένεια. Η υιοθεσία δεν τους προσφέρει απλώς ένα σπίτι, αλλά μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, μακριά από την ιδρυματοποίηση και κοντά στη σταθερότητα, τη φροντίδα και τη συναισθηματική ασφάλεια που μόνο μια οικογένεια μπορεί να δώσει. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι υιοθεσίες έχουν σημειώσει αύξηση τον τελευταίο χρόνο, με την υπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Δόμνα Μιχαηλίδου να υπογραμμίζει ότι «για πρώτη φορά εξασφαλίζεται διαφάνεια, ταχύτητα και αντικειμενικότητα». Η ίδια εξηγεί ότι η αποϊδρυματοποίηση και η ενίσχυση της αναδοχής και της υιοθεσίας αποτελούν κεντρική πολιτική επιλογή: στόχος είναι «κανένα παιδί να μη μεγαλώνει σε ίδρυμα», αλλά όλα να έχουν την ευκαιρία να ζουν σε οικογένειες που προσφέρουν φροντίδα και σταθερότητα. Κομβικό εργαλείο σε αυτή τη μετάβαση είναι το Εθνικό Μητρώο Υιοθεσίας και Αναδοχής (anynet.gr), ένα πλήρως ψηφιοποιημένο σύστημα που καταγράφει παιδιά, υποψήφιους γονείς και διαδρομές αναδοχής–υιοθεσίας σε εθνικό επίπεδο.
Όπως σημειώνει η υπουργός, το νέο πλαίσιο έχει απλοποιήσει και επιταχύνει τις διαδικασίες: οι κοινωνικές έρευνες ολοκληρώνονται πιο γρήγορα, τα εκπαιδευτικά προγράμματα των υποψήφιων γονέων γίνονται συστηματικά, με σύγχρονα εργαλεία, και η αντιστοίχιση παιδιών-οικογενειών δεν εξαρτάται πια από «γνωριμίες» ή άτυπες διαδρομές, αλλά από αντικειμενικά κριτήρια. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις δεν έχουν εξαφανιστεί – και, όπως εξηγεί η κ. Μιχαηλίδου, δεν οφείλονται πλέον στη δυσλειτουργία του συστήματος, αλλά στην ίδια τη φύση των υποθέσεων. Τα παιδιά προς υιοθεσία είναι λίγα και, σε ποσοστό που υπερβαίνει το 90%, προέρχονται από κακοποιητικά ή παραμελητικά περιβάλλοντα. Αυτό σημαίνει ότι φέρουν σοβαρά ψυχικά και συναισθηματικά τραύματα και χρειάζονται χρόνο, φροντίδα και εξειδικευμένη υποστήριξη πριν ενταχθούν σε μια νέα οικογένεια.
Ταυτόχρονα, πολλά ζευγάρια και μεμονωμένοι υποψήφιοι γονείς θέτουν κριτήρια που περιορίζουν δραματικά τις πιθανότητες αντιστοίχισης: αναζητούν συνήθως βρέφος, χωρίς αναπηρία ή αναπτυξιακές δυσκολίες, χωρίς διαφορετική εθνοτική καταγωγή. Αυτές οι προϋποθέσεις, όσο «ανθρώπινες» κι αν φαίνονται, έρχονται σε σύγκρουση με το προφίλ των περισσότερων παιδιών που ζουν σε δομές. Έτσι, οι ίδιοι περιμένουν περισσότερο και τα παιδιά μένουν, συχνά άδικα, στο ίδρυμα. Το υπουργείο επιδιώκει οι διαδικασίες να ολοκληρώνονται εντός των τυπικών προθεσμιών – τρεις μήνες για την αναδοχή και έξι για την υιοθεσία – ενισχύοντας παράλληλα τις κοινωνικές υπηρεσίες και την εκπαίδευση των υποψήφιων γονέων. Όπως λέει η υπουργός, ζητούμενο είναι «κάθε παιδί να βρίσκει τη δική του οικογένεια και κάθε οικογένεια να μπορεί να προσφέρει αγάπη χωρίς να εξουθενώνεται από τη γραφειοκρατία».
Στο Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα», η αλλαγή είναι ήδη ορατή. Η κοινωνική λειτουργός και προϊσταμένη της κοινωνικής υπηρεσίας, Βάσω Ταλαντζή, επισημαίνει ότι ο αριθμός των παιδιών που φιλοξενούνται έχει μειωθεί. Με βάση τον νόμο 4538, τα παιδιά μετακινούνται πλέον γρηγορότερα: είτε σε ανάδοχες ή θετές οικογένειες, είτε –όπου είναι εφικτό– πίσω στη φυσική τους οικογένεια, υπό προϋποθέσεις. Η φιλοξενία γίνεται περισσότερο «μεταβατική στάση» και όχι μόνιμο καθεστώς. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην προετοιμασία των ενηλίκων που ζητούν να γίνουν γονείς. Η κ. Ταλαντζή εξηγεί ότι η διαδικασία δεν εξαντλείται στην τυπική συμπλήρωση αιτήσεων: εξετάζονται διεξοδικά το κίνητρο, η ετοιμότητα, η συναισθηματική ωριμότητα, η στάση απέναντι στην ιστορία του παιδιού. Οι υποψήφιοι καλούνται να κατανοήσουν ότι πολλά παιδιά έχουν βιώσει παραμέληση, βία ή αιφνίδιο αποχωρισμό από τη βιολογική οικογένεια – ένα τραύμα που δεν σβήνει απλώς με μια μετακόμιση σε νέο δωμάτιο. Εκεί έρχεται ο ρόλος της διεπιστημονικής ομάδας: βρεφοκόμοι, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και παιδαγωγοί στηρίζουν το παιδί στις πρώτες του μεταβάσεις.
Παράλληλα, προετοιμασία γίνεται και στα ίδια τα παιδιά. Πριν φύγουν από τη δομή, ενημερώνονται ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά τους για τη νέα οικογένεια, ενώ, όπου υπάρχει συνεργασία με τους βιολογικούς γονείς, μπορεί να οργανωθεί και ένας «τελετουργικός» αποχαιρετισμός. Το παιδί μαθαίνει ότι η μητέρα ή ο πατέρας του δεν το εγκαταλείπουν από αδιαφορία, αλλά επειδή αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες και δεν μπορούν να το φροντίσουν. Αυτή η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, αποτελεί τη βάση για μια πιο υγιή ταυτότητα στο μέλλον. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, ξεχωρίζει η ιστορία του Παναγιώτη, ενός 48χρονου μονογονέα, ο οποίος από τον Μάρτιο κρατά στην αγκαλιά του το παιδί του. Ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του ως «θαύμα ζωής» και επιβεβαιώνει στην πράξη ότι η γονεϊκότητα δεν είναι προνόμιο μόνο των ζευγαριών.
Η απόφασή του ωρίμαζε χρόνια. Καθώς δεν είχε υπάρξει μια σταθερή σχέση που να οδηγήσει σε βιολογική οικογένεια, το 2019 κατέθεσε αίτηση υιοθεσίας, πιστεύοντας ότι μέσα σε έναν χρόνο όλα θα είχαν τελειώσει. Στην πράξη, η διαδικασία διήρκεσε σχεδόν έξι χρόνια. Η πανδημία δυσκόλεψε την κοινωνική έρευνα, που γινόταν κυρίως διαδικτυακά, ενώ ακολούθησε η εκπαίδευση των υποψήφιων γονέων σε ομάδες, μαζί με ζευγάρια και άλλους μονογονείς. Οι αιτήσεις ήταν πολλές, τα παιδιά λίγα. Η πρώτη «σύνδεση» με το παιδί που τελικά υιοθέτησε ήρθε στις αρχές του 2025. Ο Παναγιώτης περιγράφει τη στιγμή της πρώτης γνωριμίας ως «έρωτα με την πρώτη ματιά», μια απόλυτη εσωτερική βεβαιότητα ότι αυτό το παιδί ήταν το δικό του. Από εκεί και πέρα, η διαδικασία κύλησε γρήγορα: επισκέψεις καθημερινά, βόλτες, τάισμα, ύπνος, μέχρι τη στιγμή που το παιδί πέρασε οριστικά το κατώφλι του νέου του σπιτιού.
Το στενό του περιβάλλον αποδέχθηκε αμέσως την επιλογή του. Αυτό που δεν περίμενε ήταν η συντριπτικά θετική στάση του ευρύτερου κοινωνικού κύκλου, που στήριξε την απόφαση ενός άνδρα να γίνει μόνος του πατέρας, σε μια κοινωνία που συχνά αντιμετωπίζει με καχυποψία τέτοιες επιλογές. Ο ίδιος λέει ότι βούτηξε «σε μια ανεξάντλητη θάλασσα συναισθημάτων» και νιώθει βαθιά ευγνωμοσύνη, παρά τις καθημερινές δυσκολίες.
Κεντρική του επιλογή είναι η αλήθεια: το παιδί θα γνωρίζει από νωρίς την ιστορία του, το πώς βρέθηκε σε ίδρυμα και πώς κατέληξε κοντά του. Θέλει να χτίσει μια σχέση χωρίς σκιές, αλλά και να το θωρακίσει απέναντι σε πιθανά σχόλια ή προκαταλήψεις. «Αν ο πυρήνας ενός παιδιού είναι δυνατός», λέει, «τίποτα δεν μπορεί πραγματικά να το συντρίψει». Προς τους υποψήφιους θετούς γονείς που περιμένουν, το μήνυμά του είναι καθαρό: η αναμονή δεν είναι τυχαία και δεν πρέπει να τους αποθαρρύνει. Χρειάζεται ξεκάθαρη απόφαση, κλείσιμο των προηγούμενων δρόμων, ψυχική ετοιμότητα και υπομονή, μέχρι να φτάσει στην αγκαλιά τους «το παιδί που ήταν προορισμένο γι’ αυτούς». Τα παιδιά, όπως τονίζει, δεν ζητούν τίποτε περίπλοκο: «ασφάλεια, αποκλειστικότητα και έντονο συναίσθημα από έναν άνθρωπο που νιώθουν δικό τους». Μέσα από τις θεσμικές αλλαγές, το ψηφιακό σύστημα, τη δουλειά των δομών και ιστορίες σαν του Παναγιώτη, διαμορφώνεται σταδιακά ένα νέο τοπίο: λιγότερα παιδιά στα ιδρύματα, περισσότερα παιδιά στην αγκαλιά γονιών που τα επέλεξαν συνειδητά. Και πίσω από κάθε αριθμό, μια ζωή που ξεκινάει ξανά από την αρχή.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0