Σπατάλη

Νοέμβριος 2, 2025 - 20:50
 0
Σπατάλη

Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Πάρα πολλοί άνθρωποι ξοδεύουν λεφτά που δεν έχουν για να αγοράσουν πράγματα που δεν θέλουν, για να εντυπωσιάσουν ανθρώπους που δεν χωνεύουν.
Will Rogers

Στην Ελλάδα του 2025, η καθημερινότητα μοιάζει με σκηνή παράδοξης αντίφασης. Από τη μια, η ακρίβεια πιέζει ασφυκτικά τα νοικοκυριά, οι λογαριασμοί πολλαπλασιάζονται, και το καλάθι του σούπερ μάρκετ έχει γίνει βαρόμετρο αγωνίας. Από την άλλη, τα στοιχεία δείχνουν ότι σπαταλάμε περισσότερο φαγητό από ποτέ και καταναλώνουμε ολοένα και περισσότερα προϊόντα ένδυσης, καφέ, έτοιμου φαγητού και μικρών, άχρηστων αντικειμένων. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από σακούλες γρήγορης μόδας, τα take away ποτήρια έγιναν καθημερινό αξεσουάρ και τα σκουπίδια των πόλεων μαρτυρούν έναν τρόπο ζωής που αντιστέκεται πεισματικά στην έννοια του μέτρου.

Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα βρέθηκε στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τη σπατάλη τροφίμων. Περισσότεροι από 2,09 εκατομμύρια τόνοι φαγητού πετάχτηκαν μέσα σε έναν χρόνο – δηλαδή περίπου 201 κιλά ανά κάτοικο. Παράλληλα, η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει για το 2024 αύξηση 3,6% στη συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών, με τη μέση κατανάλωση να φτάνει τα 1.725 ευρώ. Εντυπωσιακό είναι το άλμα στην ένδυση και υπόδηση, όπου οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 9,5%, ξεπερνώντας κατά πολύ τον γενικό ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης. Με απλά λόγια: πετάμε φαγητό, αγοράζουμε ρούχα, ξοδεύουμε αδιάκοπα – ενώ δηλώνουμε ότι «δε βγάζουμε τον μήνα».

Αυτή η αντίφαση δεν εξηγείται μόνο με οικονομικούς δείκτες. Αντανακλά μια βαθύτερη ψυχοκοινωνική παθολογία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, που έχει μάθει να συνδέει τη χαρά, την ταυτότητα και την αυτοεκτίμηση με την πράξη της κατανάλωσης. Μετά από δεκαπέντε χρόνια κρίσεων –οικονομικών, υγειονομικών, κοινωνικών– ο μέσος πολίτης έχει κουραστεί από τη λιτότητα και τη διαρκή ανασφάλεια. Η κατανάλωση λειτουργεί πλέον σαν μηχανισμός αντιστάθμισης, ένα είδος ψευδούς θεραπείας για το άγχος και τη ματαίωση.

Ο καφές των τεσσάρων ευρώ, η παραγγελία φαγητού με ένα άγγιγμα στην οθόνη, το φθηνό μπλουζάκι της γρήγορης μόδας – όλα αυτά δεν είναι απλώς εμπορικές επιλογές, αλλά τελετουργίες καθημερινής επιβεβαίωσης, μικρές στιγμές κατά τις οποίες αισθανόμαστε ότι έχουμε ακόμα τον έλεγχο, ότι μπορούμε να αποφασίσουμε για κάτι. Η κατανάλωση γίνεται σύμβολο ελευθερίας σε έναν κόσμο που διαρκώς μας περιορίζει. Η κοινωνία μας, μεθυσμένη από εικόνες ευημερίας, έχει χάσει το μέτρο ανάμεσα στην ανάγκη και στην επιθυμία. Οι διαφημίσεις, τα κοινωνικά δίκτυα και οι ψηφιακές πλατφόρμες προωθούν έναν τρόπο ζωής βασισμένο στην ψευδαίσθηση αφθονίας: αν δεν αγοράσεις, μένεις πίσω. Η ταυτότητα του ατόμου οικοδομείται μέσα από το τι κατέχει και όχι μέσα από το τι είναι. Και μέσα σε αυτή τη διαρκή κούρσα, το φαγητό, η τροφή – το κατεξοχήν αγαθό ζωής – υποβαθμίζεται σε προϊόν κατανάλωσης που πετιέται χωρίς δεύτερη σκέψη.

Η σπατάλη τροφίμων, κοινωνιολογικά, δεν είναι απλώς περιβαλλοντικό πρόβλημα αλλά δείκτης πολιτισμικής απορρύθμισης. Οι παλαιότερες γενιές που είχαν βιώσει την έλλειψη, ήξεραν να σέβονται το ψωμί και το φαγητό· έδιναν αξία σε κάθε μπουκιά γιατί κουβαλούσε μόχθο. Αντίθετα, ο σημερινός καταναλωτής δεν γνωρίζει πια από πού προέρχεται αυτό που τρώει. Ο συναισθηματικός δεσμός με την τροφή έχει διαρραγεί – κι έτσι το φαγητό μπορεί να πετιέται με ευκολία, όπως πετιέται οτιδήποτε χάνει τη χρηστικότητά του. Παρόμοια αλλοίωση συμβαίνει και στην έννοια της ένδυσης. Το ρούχο, άλλοτε μέσο προστασίας και διακριτικής αισθητικής, έχει μετατραπεί σε σύμβολο ταυτότητας και κοινωνικής αποδοχής. Η γρήγορη μόδα υπόσχεται διαρκή ανανέωση, αλλά τρέφεται από την ίδια ψυχολογία του ανικανοποίητου. Όσο πιο φτηνό, τόσο πιο εύκολα αντικαθίσταται – και όσο πιο εύκολα αντικαθίσταται, τόσο πιο σύντομη είναι η ικανοποίηση που προσφέρει. black and white bird on white paper

Δεν πρόκειται, επομένως, μόνο για οικονομική συμπεριφορά, αλλά για υπαρξιακή στάση. Ο άνθρωπος του σήμερα, βυθισμένος σε έναν κυκεώνα πληροφοριών, συγκρίσεων και κοινωνικής πίεσης, αναζητά στον υλικό κόσμο ένα νόημα που η πραγματικότητα δεν του προσφέρει. Αγοράζει για να απαλύνει την αβεβαιότητα, τρώει για να γεμίσει το κενό, πετάει για να ξεκινήσει από την αρχή. Όμως, στο τέλος κάθε κύκλου κατανάλωσης, η αίσθηση πληρότητας διαλύεται τόσο γρήγορα όσο διαρκεί η πρώτη γουλιά καφέ. Η ενσυνείδητη κατανάλωση, επομένως, δεν είναι πολυτέλεια των λίγων, αλλά ανάγκη των πολλών. Δεν σημαίνει να ζούμε φτωχά, αλλά να ζούμε με τα απαραίτητα και με σεβασμό – να διαλέγουμε συνειδητά τι χρειάζεται το σώμα και τι η ματαιοδοξία μας. Σημαίνει να μάθουμε ξανά τη χαρά του μέτρου, τη γαλήνη της επάρκειας, τη δύναμη της αποχής. Γιατί η πραγματική αξιοπρέπεια απέναντι στη ζωή δεν βρίσκεται στο πόσα διαθέτουμε, αλλά στο πώς διαχειριζόμαστε ό,τι έχουμε.

Σε μια κοινωνία που εξαντλείται στην επίδειξη, ίσως το πιο ριζοσπαστικό μήνυμα είναι η απλότητα. Να μαγειρεύουμε ό,τι χρειάζεται, να αγοράζουμε λιγότερα αλλά καλύτερα, να απορρίπτουμε το περιττό χωρίς ενοχή. Όχι για να σώσουμε χρήματα ή για να γίνουμε «οικολογικοί», αλλά γιατί αυτή η στάση δείχνει αυτοσεβασμό – μια μορφή εσωτερικής καθαρότητας απέναντι στη σπατάλη του χρόνου, της ύλης και τελικά της ίδιας της ζωής. Η ψευδαίσθηση της αφθονίας μπορεί να προσφέρει στιγμιαία ευχαρίστηση, αλλά μας στερεί τη βαθύτερη εμπειρία του να ζούμε με νόημα. Και ίσως, μέσα σε αυτήν την εποχή υπερβολής, η αληθινή πρόκληση δεν είναι να αποκτήσουμε περισσότερα, αλλά να μάθουμε ξανά να αρκούμαστε σε όσα αληθινά μας χρειάζονται. opened window panel

Ποια είναι η αντίδρασή σας;

Μου αρέσει Μου αρέσει 0
Μη Αγαπημένο Μη Αγαπημένο 0
Αγάπη Αγάπη 0
Αστείο Αστείο 0
Θυμωμένος Θυμωμένος 0
Λυπημένος Λυπημένος 0
Ουάου Ουάου 0