Ο αινιγματικός θάνατος του Ιωάννη Μεταξά

Οκτώβριος 28, 2025 - 19:10
 0
Ο αινιγματικός θάνατος του Ιωάννη Μεταξά

Υπάρχουν θάνατοι που κλείνουν έναν κύκλο. Υπάρχουν όμως και θάνατοι που ανοίγουν έναν γκρεμό από ερωτήματα και δεν επιτρέπουν στη μνήμη να καταλαγιάσει. Ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά, τα ξημερώματα της 29ης Ιανουαρίου 1941, παραμένει ο δεύτερος τύπος. Ο επίσημος φάκελος μιλά για μια αιφνίδια λοίμωξη στον φάρυγγα, ένα παραμυγδαλικό απόστημα που επιδεινώθηκε, τοξιναιμία, εξάντληση του οργανισμού. Η ανεπίσημη ανάγνωση —και για πολλούς, η πιο πειστική— μιλά για εξόντωση. Για δηλητήριο. Για πολιτική δολοφονία προσεκτικά μεθοδευμένη από τους Βρετανούς, με τελικό εντολέα τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Αυτή τη δεύτερη εκδοχή έρχεται να ανασυστήσει, βήμα προς βήμα, το βιβλίο του Ιωάννη Νασιούλα «Ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά» (Εκδόσεις Ελληνική Πρωτοπορία, 2024). Δεν είναι ένα βιβλίο θεωριών. Είναι ένα βιβλίο κατηγοριών. Με προσφυγή σε βρετανικά και αμερικανικά αρχεία, σε στρατιωτικά ημερολόγια και σε αλληλογραφίες επιτελείων της εποχής, αλλά και σε γερμανικές αναφορές, ο συγγραφέας δεν αφήνει απλώς υπαινιγμούς. Ονομάζει δράστες, περιγράφει μεθόδους, αποδίδει κίνητρο. Και το κίνητρο, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, ήταν ξεκάθαρο: ο Μεταξάς, όπως ακριβώς είχε σταματήσει τον Μουσολίνι στην Ήπειρο, μπορούσε να εμποδίσει και τον Τσόρτσιλ στα Βαλκάνια.

Στις αρχές του 1941, η Ελλάδα βρισκόταν σε μια θέση τόσο ηρωική όσο και παράλογα επισφαλή. Ο πόλεμος στα αλβανικά βουνά είχε γυρίσει υπέρ των ελληνικών δυνάμεων. Ο ιταλικός στρατός είχε υποχωρήσει, ο Μουσολίνι είχε εξευτελιστεί. Η χώρα είχε κερδίσει κάτι πιο σπάνιο από μια νίκη: είχε κερδίσει το ηθικό δικαίωμα να μιλά ισότιμα σε μια Ευρώπη που φλεγόταν. Αυτή η επιτυχία όμως είχε ένα τίμημα: έκανε την Ελλάδα αντικείμενο διεκδίκησης. Για το Λονδίνο, η Ελλάδα ήταν το κομμάτι που έπρεπε να «κρατηθεί» πάση θυσία, έστω και ενάντια στη θέληση της ίδιας της ελληνικής ηγεσίας. Για το Βερολίνο, η Ελλάδα ήταν εμπόδιο στον ανεφοδιασμό της Βόρειας Αφρικής, αλλά και πιθανό προγεφύρωμα για παρέμβαση στα Βαλκάνια. Για τη Ρώμη, ήταν πληγή στο γόητρο. Για τη Μόσχα, ήταν ένας κρίκος στη βαλκανική ζώνη που ήθελε να ελέγχει διακριτικά. Όλα αυτά παίζονταν ταυτόχρονα.

Ο Μεταξάς, ένας πολιτικός που δεν υπήρξε ποτέ δημοκράτης, εμφανίζεται ωστόσο σε εκείνη τη φάση ως ο άνθρωπος που αρνείται να γίνει μαριονέτα ξένων επιτελείων. Η πολιτική του ήταν σκληρά πραγματιστική: «Η Ελλάδα δεν θα γίνει πεδίο μάχης των άλλων επειδή έτσι το επιθυμούν οι άλλοι». Είχε ήδη απορρίψει την άμεση και μαζική βρετανική στρατιωτική παρουσία στην ηπειρωτική χώρα, όχι επειδή συμπαθούσε τη Γερμανία, αλλά επειδή καταλάβαινε το αυτονόητο: ότι η επίσημη βρετανική απόβαση σε ελληνικό έδαφος θα αποτελούσε πρόσχημα για ταχεία γερμανική επέμβαση. Ο ίδιος προειδοποιούσε πως αν η Ελλάδα φαινόταν να «προσκαλεί» τον βρετανικό στρατό, θα έχανε σε λίγες εβδομάδες τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία. Ήταν, στην ουσία, ένα δεύτερο «Όχι». Το πρώτο είχε ειπωθεί στον Μουσολίνι. Το δεύτερο, στις αρχές Ιανουαρίου του ’41, λεγόταν ουσιαστικά στον Τσόρτσιλ.

Εδώ ακριβώς τοποθετεί ο Νασιούλας το κίνητρο της δολοφονίας. Σύμφωνα με τα βρετανικά έγγραφα που επικαλείται, τα σχέδια για ανατροπή —ή εξουδετέρωση— του Μεταξά δεν διαμορφώθηκαν όταν εκείνος έπεσε άρρωστος, αλλά πολύ νωρίτερα. Από το τέλος του 1940, ήδη η SOE (Special Operations Executive, η βρετανική υπηρεσία ειδικών επιχειρήσεων) είχε εντολή να προετοιμάσει αλλαγή καθεστώτος στην Αθήνα, σε περίπτωση που ο Μεταξάς εξακολουθούσε να εμποδίζει τη μαζική ανάπτυξη βρετανικών δυνάμεων στην ελληνική επικράτεια.

Υπάρχουν αναφορές επαφών μεταξύ Λονδίνου και Αθηνών που μοιάζουν περισσότερο με τελεσίγραφα παρά με συμμαχικές συζητήσεις. Ο Βρετανός πρέσβης Μάικλ Πάλαιρετ και ο στρατηγός Άρτσιμπαλντ Γουέιβελ πιέζουν, ζητούν να εγκατασταθούν μονάδες της Κοινοπολιτείας στη βόρεια Ελλάδα, να εμφανιστεί παρουσία βρετανικών δυνάμεων στην περιοχή της Μακεδονίας, ώστε να στηθεί γρήγορα ένα «δόλωμα»: να προκαλέσουν δηλαδή οι ίδιοι την είσοδο της Βέρμαχτ στα Βαλκάνια υπό όρους που θα εξυπηρετούσαν τα βρετανικά σχέδια στη Βόρεια Αφρική. Για το Λονδίνο εκείνη τη στιγμή —με τα μάτια στραμμένα στην έρημο της Λιβύης και στον έλεγχο των πετρελαϊκών γραμμών— η Ελλάδα δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν εργαλείο. Αν η Αθήνα εξυπηρετούσε, θα την ύψωναν σε παράδειγμα ηρωισμού. Αν όχι, θα την έσπρωχναν δια της βίας.

Ο Μεταξάς, ψύχραιμος αλλά αμετακίνητος, απαντά: όχι έτσι. Όχι με μεραρχίες που είναι λίγες για να νικήσουν τους Γερμανούς, αλλά αρκετές για να προκαλέσουν τους Γερμανούς. Όχι μια «βοήθεια» που, αντί να σώσει, θα λειτουργούσε σαν προμελετημένη παγίδα. Δεν ήταν άρνηση συμμαχίας· ήταν άρνηση να αυτοκτονήσει η Ελλάδα για ξένα στρατηγικά σχέδια. Και τότε, ξαφνικά, ο άνθρωπος που έλεγε «όχι» αρρωσταίνει.

Μετά τα γεύματα και τις συσκέψεις με τον Γουέιβελ και τον Πάλαιρετ, μεταξύ 13 και 15 Ιανουαρίου 1941, ο Μεταξάς νιώθει την πρώτη έντονη αδιαθεσία. Πυρετός. Κάψιμο στον λαιμό. Ερεθισμός των αμυγδαλών. Το πράγμα μοιάζει αρχικά απλό: μια φλεγμονή, ένα απόστημα. Οι γιατροί του —ανάμεσά τους ο γαμπρός του, ο Ευγένιος Φωκάς, και ο κορυφαίος χειρουργός Μαρίνος Γερουλάνος— αποφασίζουν να επέμβουν με σύνθλιψη των αμυγδαλών αντί για κλασική αφαίρεση, λόγω ηλικίας και καταπόνησης. Υπάρχει εκεί μια σχεδόν καθησυχαστική στιγμή. Ο πρωθυπουργός του κράτους αισθάνεται καλύτερα. Επιμένει να εργάζεται από το κρεβάτι του. Συνεχίζει να δίνει εντολές, να δέχεται ενημερώσεις, να μιλά με υπουργούς και ανώτατους αξιωματικούς. Φαίνεται ότι η κρίση περνά. Και τότε, μέσα σε λίγες ώρες, όλα καταρρέουν.

Η κατάσταση του Μεταξά εκρήγνυται στις 27 Ιανουαρίου. Ο πυρετός ανεβαίνει απότομα, εμφανίζεται έντονη σήψη, αλλοίωση αίματος, κατάρρευση πολλαπλών λειτουργιών. Οι γιατροί παλεύουν με μεταγγίσεις, με ορούς, με καρδιοτονωτικές ενέσεις. Επιστρατεύεται εξοπλισμός οξυγόνου. Στο κρεβάτι ενός ανθρώπου που κρατά την Ελλάδα όρθια, μαζεύεται ξαφνικά ένας μικρός πόλεμος ενάντια στο άγνωστο. Τα μεσάνυχτα, η αγωνία έχει γίνει απελπισία.

Εκείνη τη νύχτα καλείται ένας Βρετανός γιατρός, που φέρεται να έχει στη διάθεσή του μηχάνημα πίεσης οξυγόνου. Η κόρη του Μεταξά, η Νανά Φωκά, θα τον περιγράψει αργότερα με πικρή λεπτομέρεια: «ήταν συνεχώς μεθυσμένος», «κοιμόταν δίπλα του, ροχάλιζε ενώ ο πατέρας μου έπνεε τα λοίσθια», «σε μια στιγμή παραπάτησε και έπεσε μαζί με τη φιάλη οξυγόνου στον κήπο». Μια εικόνα σχεδόν προσβλητική. Ηγεσία σε αποσύνθεση, εθνική υπόθεση σε κρίση, και πάνω από το κρεβάτι ένας άνθρωπος ξένος, ασαφούς ιδιότητας, να παίζει με σωλήνες και ενέσεις. Σε ποιον έδωσε αναφορά; Με ποια εξουσιοδότηση έκανε παρεμβάσεις; Ποιος τον ενέταξε στην ομάδα των θεραπόντων; Αυτά τα ερωτήματα δεν απαντήθηκαν ποτέ επίσημα. Ξημερώνει 29 Ιανουαρίου. Ο Μεταξάς ξυπνά για λίγα λεπτά. Φωνάζει κοντά του τον πιο πιστό του συνεργάτη, τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη. Και λέει τη φράση που μοιάζει περισσότερο με αποχαιρετισμό στρατηγού στο πεδίο: «Δεν με μέλει για μένα. Έχω την ελπίδα μου στους Έλληνες». Στις 6.20 π.μ. πεθαίνει. Το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν θα μιλήσει για απόστημα, τοξιναιμία, γαστρορραγία, ουραιμία. Θα υπογράψουν κορυφαίοι γιατροί της χώρας. Θα κλείσει τυπικά η υπόθεση. Αλλά δεν θα γίνει νεκροψία. Αυτό και μόνο αυτό —το ότι δεν γίνεται νεκροψία— είναι η πρώτη καμπάνα.

Η νεκροψία που έγινε αργότερα, από Γερμανό για τον Χίτλερ

Όταν πια η Ελλάδα έχει πέσει και η Αθήνα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή, ο Αδόλφος Χίτλερ ζητά να ανοίξει ο τάφος του Μεταξά. Ο Χανς Έπινγκερ, Αυστριακός καθηγητής ιατρικής και άνθρωπος κύκλου του Χίτλερ, φτάνει, εξετάζει, διενεργεί νεκροψία. Το πόρισμα παραδίδεται απευθείας στη ναζιστική ηγεσία. Από εκεί και πέρα εξαφανίζεται. Αν αυτό το κείμενο υπάρχει ακόμη, είναι θαμμένο σε ξένα αρχεία —βρετανικά, αμερικανικά ή ρωσικά— και όχι σε ελληνικά. Καμία ελληνική κυβέρνηση, επί οκτώ δεκαετίες, δεν απαίτησε επισήμως την απόδοσή του. Καμία επίσημη έρευνα δεν ξαναάνοιξε τον φάκελο. Κανένα δικαστικό σώμα δεν κάλεσε τους τότε θεράποντες να δώσουν κατάθεση υπό τον όρκο του ποινικού. Ό,τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, δηλαδή στη νύχτα που χάθηκε ο άνθρωπος που διοικούσε τη χώρα εν μέσω πολέμου, αντιμετωπίστηκε τελικά σαν ιδιωτική υπόθεση υγείας. Και αυτό, ιστορικά, είναι αδιανόητο.

Δηλητήριο ή λοίμωξη;

Η θεωρία που αναπτύσσει ο Νασιούλας είναι συγκεκριμένη: ο Μεταξάς δεν πέθανε από λοίμωξη αλλά από ελεγχόμενη δηλητηρίαση. Το μέσο, λέει, ήταν το Clostridium botulinum, το βακτήριο που παράγει την αλλαντική τοξίνη —μια από τις πιο ισχυρές νευροτοξίνες που γνωρίζει η ιατρική. Η τοξίνη αυτή, σε μικρές δόσεις, μπορεί να προκληθεί μέσω τροφής και να χτυπήσει τον οργανισμό ύπουλα: παράλυση, αναπνευστική επιβάρυνση, εικόνα σήψης χωρίς εμφανή εξωτερική πληγή. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ο τρόπος χορήγησης ήταν απλός και ανεπίσημος: σε κάποιο από τα γεύματα όπου ο Μεταξάς κάθισε στο ίδιο τραπέζι με Βρετανούς αξιωματούχους στα μέσα Ιανουαρίου. Η δράση δεν είναι ακαριαία· είναι βραδεία. Δίνει χρόνο σε όλους να νομίσουν πως «πρόκειται για κάτι στον λαιμό». Δίνει χρόνο στους γιατρούς να οδηγηθούν σε μια θεραπευτική διαδικασία που δεν έχει καμία πιθανότητα να αγγίξει το πραγματικό πρόβλημα. Και κυρίως: δίνει χρόνο το δηλητήριο να φύγει από τον οργανισμό μαζί με τις τοξίνες, αφήνοντας πίσω του ελάχιστα ίχνη.

Το εργαστήριο που έκανε αιματοκαλλιέργεια βρήκε αρνητικό αποτέλεσμα. Φυσικά θα έβρισκε: είχαν ήδη χορηγηθεί στον Μεταξά σουλφαμίδες, ισχυρά τότε αντιμικροβιακά, που θα εμπόδιζαν την ανάπτυξη βακτηρίων στο δείγμα. Άρα, «τίποτα ύποπτο». Άρα, «φυσικό». Ο Έπινγκερ, που κλήθηκε αργά (και έφτασε μέχρι Βελιγράδι για να τον παραλάβει ελληνικό αεροσκάφος), φέρεται να κάνει τηλεφωνικά μια διάγνωση που ταιριάζει ακριβώς με σοβαρή τοξιναιμία: «σήψη». Ουσιαστικά περιγράφει ένα σώμα που πεθαίνει όχι από έναν συγκεκριμένο τραυματισμό, αλλά από δηλητηρίαση του ίδιου του αίματός του. Αν αυτό είναι αληθινό, ο θάνατος του Μεταξά δεν είναι ιατρικό δράμα. Είναι επιχειρησιακή εκτέλεση.

Η αλυσίδα των «περίεργων θανάτων»

Ο Νασιούλας δεν μένει στον Μεταξά. Αντιθέτως, τον εντάσσει σε μια αλυσίδα. Από τα τέλη του 1940 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’40, άνθρωποι που στέκονται εμπόδιο στον βρετανικό σχεδιασμό —είτε στην Ευρώπη είτε στη Βόρεια Αφρική είτε στα Βαλκάνια— πεθαίνουν με τρόπους που, τότε, καταγράφηκαν ως ατυχήματα, ως αυτοκτονίες, ως ασθένειες. Ο Πολωνός ηγέτης και στρατιωτικός Βουαντίσουαφ Σικόρσκι σκοτώνεται σε «αεροπορικό δυστύχημα». Ο Γάλλος ναύαρχος Νταρλάν εκτελείται. Ο Βούλγαρος τσάρος Μπόρις Γ΄ πεθαίνει αιφνίδια το 1943 μέσα σε κλίμα υποψίας για δηλητηρίαση αφού έχει αρνηθεί να ευθυγραμμίσει τη χώρα του πλήρως με τις απαιτήσεις του Άξονα. Ο Χανς Έπινγκερ, ο γιατρός που έκανε τη νεκροψία στον Μεταξά, πεθαίνει το 1946, λίγο πριν λογοδοτήσει στη Δίκη της Νυρεμβέργης.

Το νήμα που συνδέει όλα αυτά, σύμφωνα με αυτή τη σχολή σκέψης, έχει όνομα: Τσόρτσιλ. Όχι ο ρήτορας των μεγάλων λόγων στο βρετανικό κοινοβούλιο, αλλά ο πολιτικός που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει παρακρατικούς μηχανισμούς, ανεπίσημα δίκτυα πρακτόρων και «εξαφανίσεις» για να επιβάλει γεωπολιτικές επιλογές. Πίσω του, όπως υποστηρίζεται, λειτουργούσε ένας κλειστός κύκλος οικονομικής και πολιτικής ισχύος —το λεγόμενο «The Focus»— που δεν λογοδοτούσε σε κανέναν κοινοβουλευτικό έλεγχο. Αυτή η ανάγνωση, όσο βαριά κι αν είναι, έχει ένα κοινό μοτίβο: όπου η ανεξάρτητη βούληση ενός ηγέτη απειλούσε μια γραμμή που είχε χαραχτεί στο Λονδίνο, ο ηγέτης αυτός γινόταν εμπόδιο που έπρεπε να απομακρυνθεί. Και ο Μεταξάς, λέει το επιχείρημα, ήταν μεγάλο εμπόδιο.

Κι εδώ επιστρέφουμε στην αρχή: ο θάνατος. Ο άνθρωπος που σήκωσε την Ελλάδα στις πιο κρίσιμες ώρες της, πεθαίνει μέσα σε μια εβδομάδα από μια «λοίμωξη του λαιμού». Δεν γίνεται επίσημη νεκροψία. Μπαίνει στο προσκέφαλό του Βρετανός γιατρός αδιευκρίνιστου ρόλου. Απομακρύνεται από τη ζωή ακριβώς τη στιγμή που έχει συγκρουστεί κάθετα με τα βρετανικά σχέδια στα Βαλκάνια. Και λίγο αργότερα, η Ελλάδα βρίσκεται χωρίς εκείνον, ανοχύρωτη απέναντι σε όσα ακολούθησαν: την κατάρρευση του μετώπου, τη γερμανική εισβολή, την Κατοχή, την πείνα, τα μπλόκα, το αίμα.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, άνθρωποι που ισχυρίστηκαν ότι «ξέρουν τι έγινε», όπως ο Σπυρίδων Παξινός, ανώτερος αξιωματικός της Ασφάλειας Αθηνών, βρίσκουν και αυτοί βίαιο τέλος. Ο Παξινός, λέγεται, παραδέχθηκε σε δεξίωση της βρετανικής πρεσβείας στο Κάιρο ότι γνώριζε τα πάντα για τον θάνατο του Μεταξά και ότι ετοίμαζε βιβλίο. Συνελήφθη, φυλακίστηκε από Άγγλους στη Μέση Ανατολή ως «συνεργάτης των Γερμανών», και τελικά βρέθηκε δολοφονημένος στο Καράτσι, το 1958. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Μπροστά σε αυτή την αλυσίδα, η ερώτηση δεν είναι πια αν ο Μεταξάς ήταν συμπαθής ή όχι. Η ερώτηση είναι αν ο θάνατός του υπήρξε φυσικός ή επιβλήθηκε. Αν χάσαμε έναν ηγέτη από μικρόβιο —ή αν αφαιρέθηκε από τη σκακιέρα επειδή αρνήθηκε να γίνει πιόνι. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το βάρος της υπόθεσης. Αν ο Ιωάννης Μεταξάς όντως δηλητηριάστηκε, τότε η Ελλάδα, στην πιο καθοριστική καμπή της νεότερης ιστορίας της, δεν έχασε απλώς έναν πρωθυπουργό. Της αφαίρεσαν τη φωνή που έλεγε «εμείς πρώτα, οι άλλοι μετά». Κι αυτό δεν είναι ιατρικό ζήτημα. Είναι εθνικό τραύμα που δεν έχει κλείσει.

Ποια είναι η αντίδρασή σας;

Μου αρέσει Μου αρέσει 0
Μη Αγαπημένο Μη Αγαπημένο 0
Αγάπη Αγάπη 0
Αστείο Αστείο 0
Θυμωμένος Θυμωμένος 0
Λυπημένος Λυπημένος 0
Ουάου Ουάου 0