Λιμάνι Πειραιά: Η Ελλάδα ως «προνομιούχο οικόπεδο»
Ένας ολοένα και πιο ορατός ανταγωνισμός ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα ξεδιπλώνεται στη Μεσόγειο, με την Ελλάδα να βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του χάρτη. Ο Πειραιάς, η ναυαρχίδα των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη, και η Ελευσίνα, ως αιχμή του δόρατος της αμερικανικής παρουσίας, μετατρέπονται σε δύο συμβολικά – και απολύτως πραγματικά – μέτωπα ενός «πολέμου των λιμανιών», στον οποίο η Αθήνα προσπαθεί να ισορροπήσει χωρίς να καεί. Η αφετηρία του τελευταίου γύρου έντασης ήταν η πρώτη συνέντευξη της νέας πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, σε ελληνικό τηλεοπτικό δίκτυο. Με ασυνήθιστη ευθύτητα, χαρακτήρισε «ατυχές» ότι ένα τόσο κρίσιμο λιμάνι όπως ο Πειραιάς βρίσκεται υπό τον έλεγχο του βασικού στρατηγικού ανταγωνιστή της Ουάσιγκτον, κατονομάζοντας ουσιαστικά την Κίνα και την COSCO.
Υπονόησε ότι η σημερινή κατάσταση δεν είναι τετελεσμένο για τις ΗΠΑ, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν «λύσεις» μέσα από την ενίσχυση άλλων λιμενικών υποδομών και δεν απέκλεισε το σενάριο ο Πειραιάς να βρεθεί κάποια στιγμή ξανά προς πώληση. Ταυτόχρονα, επανέλαβε τη σταθερή αμερικανική γραμμή: η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε κομβικό ενεργειακό και διαμετακομιστικό κόμβο, συμβάλλοντας στον περιορισμό της ρωσικής και κινεζικής επιρροής στην περιοχή. Το μήνυμα προς Πεκίνο και Αθήνα ήταν σαφές: η Ουάσιγκτον δεν θεωρεί «ουδέτερη» την κινεζική παρουσία στον Πειραιά και επιδιώκει να χτίσει παράλληλους, ισχυρούς, φιλοαμερικανικούς πόλους στο ελληνικό λιμενικό σύστημα.
Η κινεζική αντεπίθεση
Η απάντηση της κινεζικής πρεσβείας στην Αθήνα ήρθε άμεσα και σε υψηλούς τόνους. Σε αναλυτική ανακοίνωση, η πρέσβεια κατηγόρησε την Αμερικανίδα διπλωμάτη για «αβάσιμες επιθέσεις» εναντίον της κινεζικής επένδυσης στον Πειραιά και για συκοφάντηση της σινο-ελληνικής συνεργασίας. Απέδωσε τις δηλώσεις της σε νοοτροπία ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης και λογική ηγεμονισμού, σημειώνοντας ότι στόχος είναι η εξυπηρέτηση αμερικανικών γεωπολιτικών σχεδιασμών, με εργαλείο το ίδιο το λιμάνι και την Ελλάδα. Το Πεκίνο φρόντισε παράλληλα να υπενθυμίσει τη δική του αφήγηση για την ελληνική κρίση: ότι σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους για τη χώρα, οι κινεζικές επιχειρήσεις επένδυσαν στον Πειραιά, συμβάλλοντας στη μετατροπή του σε έναν από τους μεγαλύτερους κόμβους της Μεσογείου και της Ευρώπης, με σημαντικές θέσεις εργασίας και οικονομικά οφέλη. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στη διατύπωση πως «το λιμάνι του Πειραιά ανήκει στον ελληνικό λαό» και «δεν μπορεί να μετατραπεί σε θύμα γεωπολιτικών παιχνιδιών». Η προτροπή –όπως την αντιλαμβάνεται το Πεκίνο– για τερματισμό των συμβατικών υποχρεώσεων της Ελλάδας και επαναπώληση του λιμανιού παρουσιάστηκε ως κλασικό δείγμα προσπάθειας επιβολής ξένης ατζέντας, που υπονομεύει τη σταθερότητα.
Η Αθήνα ανάμεσα σε δύο πυλώνες
Μέσα σε αυτή την εικόνα κλιμακούμενης αντιπαράθεσης, η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει μια γραμμή προσεκτικής ισορροπίας. Από τη μία πλευρά, αναδεικνύει τη στρατηγική σημασία της ελληνοαμερικανικής σχέσης. Από την άλλη, αποφεύγει οποιαδήποτε συζήτηση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αμφισβήτηση της συμφωνίας παραχώρησης του ΟΛΠ στην COSCO. Η εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, Λάνα Ζωχιού, υπενθύμισε ότι η μεταβίβαση του 67% του Πειραιά σε κινεζικά συμφέροντα έγινε εν μέσω δημοσιονομικής κρίσης, σε μια διαδικασία όπου «δεν υπήρχαν άλλοι πλειοδότες». Τόνισε ότι η Ελλάδα σέβεται πλήρως τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί, ενώ απέρριψε το επιχείρημα ότι η χώρα «ευθυγραμμίζεται» με τις ΗΠΑ εις βάρος τρίτων. Παράλληλα, στο διπλωματικό παρασκήνιο, η Αθήνα συντηρεί ανοιχτούς διαύλους με το Πεκίνο: από τις πληροφορίες περί πιθανής επίσκεψης του Σι Τζινπίνγκ, μέχρι τη βράβευση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή από το Ελληνοκινεζικό Επιμελητήριο για τον ρόλο του στην αρχική συμφωνία για τον Πειραιά. Όλα αυτά εντάσσονται σε μια προσπάθεια να σταλεί μήνυμα συνέχειας και αξιοπιστίας προς την κινεζική πλευρά.
Το αμερικανικό «αντίπαλο δέος»
Ενώ ο Πειραιάς παραμένει το μεγάλο κινεζικό στοίχημα, η Ουάσιγκτον προωθεί παράλληλα ένα δικό της, φιλόδοξο σχέδιο δυτικά της Αθήνας. Η Ελευσίνα και το Θριάσιο πεδίο αναδεικνύονται σε κεντρικούς κόμβους του αμερικανικού σχεδιασμού, με την κυβέρνηση να καταθέτει ήδη ρύθμιση για τη δημιουργία ενός ενιαίου logistics cluster. Στην καρδιά του σχεδίου βρίσκεται η ONEX, εταιρεία αμερικανικών συμφερόντων, που έχει χρηματοδοτηθεί από την κρατική αναπτυξιακή τράπεζα των ΗΠΑ (DFC) και έχει αναλάβει τα ναυπηγεία Ελευσίνας. Η νέα ρύθμιση της επιτρέπει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της πέρα από τη ναυπηγική, σε εμπορικές, διαμετακομιστικές, ενεργειακές και εν δυνάμει αμυντικές υποδομές.
Ο στόχος είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου εμπορευματικού κέντρου, ικανού να φιλοξενεί και να διαχειρίζεται μεγάλο όγκο φορτίων, συμπληρώνοντας –και σε ορισμένα σημεία ανταγωνιζόμενο– τον ρόλο του Πειραιά. Δεν είναι τυχαία η φράση που κυκλοφορεί στο παρασκήνιο, ως παραλλαγή του γνωστού τραγουδιού: «First we take Elefsina, then we take Piraeus». Η εικόνα είναι συμβολική, αλλά αποτυπώνει τη φιλοδοξία των ΗΠΑ να αποκτήσουν ισχυρή παρουσία σε όλο το φάσμα των ελληνικών λιμενικών υποδομών. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, έσπευσε να τονίσει ότι «η χώρα δεν μπορεί να αποκρούει τέτοιες προτάσεις», παρουσιάζοντας τη συνολική αμερικανική πρόταση για την Ελευσίνα ως ευκαιρία με σοβαρή αναπτυξιακή δυναμική. Επεσήμανε, πάντως, ότι «το ένα λιμάνι δεν αποκλείει το άλλο», εξηγώντας πως ο Πειραιάς παραμένει κυρίως κόμβος διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, ενώ η Ελευσίνα στοχεύει περισσότερο σε χύδην φορτία και εξειδικευμένες υπηρεσίες logistics.
Ο «πόλεμος των λιμανιών»
Η ένταση γύρω από τον Πειραιά δεν αφορά μόνο τη διπλωματική αντιπαράθεση. Τα τελευταία στοιχεία της COSCO δείχνουν ότι η κίνηση εμπορευματοκιβωτίων στον Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων (ΣΕΜΠΟ) έχει υποχωρήσει σημαντικά – με διψήφια ποσοστά μείωσης σε ετήσια βάση. Στην πτώση αυτή συντελούν τόσο ο γενικότερος εμπορικός πόλεμος και οι ανακατατάξεις στις αλυσίδες εφοδιασμού, όσο και η αποσταθεροποίηση στη διώρυγα του Σουέζ λόγω των επιθέσεων των Χούθι, που έχουν ανακατευθύνει μέρος της ναυτιλιακής κίνησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσπάθεια των ΗΠΑ να ενισχύσουν έναν ανταγωνιστικό πόλο στην Ελευσίνα δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένα. Αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής άσκησης πίεσης σε κινεζικά ερείσματα ανά τον κόσμο – από τον Παναμά μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο. Η άφιξη στην Αθήνα διπλωματών με εξειδικευμένη γνώση τόσο της ΝΑ Ευρώπης όσο και της Κίνας δείχνει ότι η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει την περιοχή ως κρίσιμο πεδίο αυτής της αντιπαράθεσης.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια εικόνα στην οποία η Ελλάδα παύει να είναι απλώς «χώρα υποδοχής» επενδύσεων και μετατρέπεται σε ενεργό πεδίο ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Η γεωγραφική θέση, οι ενεργειακοί και εμπορικοί διάδρομοι, αλλά και η συμμετοχή σε δυτικούς θεσμούς, κάνουν την Αθήνα πολύτιμο εταίρο – και ταυτόχρονα αντικείμενο διεκδίκησης. Η Ουάσιγκτον βλέπει την Ελλάδα ως πύλη εισόδου αμερικανικών ενεργειακών και εμπορικών ροών προς την Ευρώπη, σε αντιστάθμισμα της ρωσικής και κινεζικής επιρροής. Το Πεκίνο, από την πλευρά του, θεωρεί τον Πειραιά ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του Belt and Road Initiative, έναν κρίσιμο κόμβο που συνδέει Ασία, Ευρώπη και Αφρική. Σε αυτό το σκηνικό, η ελληνική στρατηγική βασίζεται σε δύο άξονες: να αξιοποιήσει στο έπακρο την αυξημένη γεωπολιτική της αξία και ταυτόχρονα να αποφύγει να βρεθεί «στριμωγμένη» σε ένα δίλημμα είτε/είτε. Η στήριξη στις αμερικανικές πρωτοβουλίες στην Ελευσίνα και το Θριάσιο συμβαδίζει με την επιμονή ότι οι συμβάσεις στον Πειραιά θα τηρηθούν. Η αναβάθμιση της αμυντικής και ενεργειακής συνεργασίας με τις ΗΠΑ συνυπάρχει με τη διατήρηση ενός πυλώνα κινεζικής παρουσίας που έχει ήδη αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ελληνική οικονομία.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0