Κλεισμένος σε φέρετρο για 61 ημέρες: Η απίστευτη ιστορία του Ιρλανδού εργάτη
Στο σήμερα, όπου η δημοσιότητα μετριέται σε likes και σύντομα βίντεο, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια εποχή όπου η φήμη κερδιζόταν με κάτι τόσο παράδοξο όσο η… ταφή. Κι όμως, πριν από πέντε δεκαετίες, ο κόσμος παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα ανθρώπους που καταβυθίζονταν σε στενούς ξύλινους τάφους και έμεναν εκεί για εβδομάδες, σε έναν παράξενο συνδυασμό θεάματος, ακροβατικού θάρρους και μακάβριας εμμονής. Στην κορυφή αυτής της ιδιόμορφης «τέχνης αντοχής» βρέθηκε κάποτε ένας ταπεινός Ιρλανδός εργάτης, ο Mick Meaney. Η ιστορία του, που σήμερα αναβιώνει μέσα από νέο ντοκιμαντέρ, δεν είναι απλώς η αφήγηση μιας παράξενης δοκιμασίας. Είναι μια μελέτη πάνω στη φτώχεια, την ανάγκη για αναγνώριση, την ανθρώπινη φιλοδοξία και την απελπισμένη επιθυμία να αφήσει κανείς ένα ίχνος πριν χαθεί στη λήθη.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η Ιρλανδία ήταν μια χώρα σκληρή και φτωχή. Η μετανάστευση οδηγούσε χιλιάδες νέους στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη, ενώ όσοι έμεναν πίσω πάλευαν με τις ίδιες δουλειές που έκαναν οι πατέρες τους: εργοτάξια, φορτοεκφορτώσεις, εργασία μεροδούλι-μεροφάι. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Mick Meaney, ένας άντρας που δούλευε σκληρά, αλλά που είχε μέσα του κάτι που δεν μπορούσε να εγκλωβιστεί στα πλαίσια μιας φτωχικής καθημερινότητας. Είχε ανάγκη να ξεχωρίσει. Να γίνει κάποιος. Και τότε γεννήθηκε η παράξενη ιδέα: αν άντεχε να μείνει θαμμένος ζωντανός περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, το όνομά του θα γραφόταν στις εφημερίδες. Και, ίσως, η ζωή του θα άλλαζε. Δεν είχε χρήματα ούτε χορηγούς. Είχε μόνο την αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου που δεν είχε πια τίποτα να χάσει.
Η εποχή των «burial artists»
Την εποχή εκείνη, σε μια παράδοξη μόδα που είχε εξαπλωθεί σε Βρετανία και Αμερική, άνδρες – και σπανιότερα γυναίκες – θάβονταν ζωντανοί σε φέρετρα, συχνά με ένα μικρό σωλήνα αέρα και ελάχιστες προμήθειες, προσπαθώντας να σπάσουν ρεκόρ αντοχής. Ήταν κάτι ανάμεσα σε νούμερο τσίρκου και πείραμα ανθρώπινων ορίων. Ο Meaney, όμως, ήθελε να γίνει ο κορυφαίος. Όχι απλώς ένας ακόμη από τους «burial artists». Ήθελε να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Σε μια αυτοσχέδια τελετή, μπροστά σε χωριανούς, ανθρώπους των τοπικών εφημερίδων και περίεργους θεατές, μπήκε σε ένα ξύλινο φέρετρο και σφραγίστηκε κάτω από τόνους χώματος. Ξεκίνησε το σκοτάδι. Το να μείνει κανείς θαμμένος ζωντανός για δύο μήνες δεν είναι μόνο υπόθεση σωματικής αντοχής. Είναι μάχη με τον νου. Η έλλειψη φωτός, ο μονότονος ήχος της ανάσας, οι στιγμές όπου ο εγκέφαλος χάνει την αίσθηση του χρόνου, η παράξενη ψευδαίσθηση ότι το φέρετρο μικραίνει μέρα με τη μέρα – όλα αυτά δημιουργούσαν ένα περιβάλλον απομόνωσης που θα είχε λυγίσει τους περισσότερους.
Ο Meaney έμεινε εκεί κάτω, ακίνητος, με μόνη επικοινωνία έναν σωλήνα από τον οποίο περνούσαν νερό, λίγες προμήθειες και καθημερινές κουβέντες με όσους παρακολουθούσαν το εγχείρημα. Η ιστορία του άρχισε να διαδίδεται. Ο ιρλανδικός Τύπος την αγκάλιασε. Σύντομα, δημοσιογράφοι από την Αγγλία και την Αμερική κατέγραφαν την κάθε μέρα του. Μόλις συμπλήρωσε την 61η ημέρα – ένα επίτευγμα που κανείς δεν είχε αγγίξει – ανασύρθηκε από το χώμα σαν ένας άνθρωπος που επέστρεψε από τον κάτω κόσμο. Για λίγο, ο Mick Meaney είχε γίνει το πρόσωπο των εφημερίδων. Ένας απλός εργάτης που κέρδισε διεθνή αναγνώριση. Η δόξα, όμως, κράτησε λιγότερο από όσο είχε φανταστεί.
Η ιστορία του Meaney δεν εξελίχθηκε όπως στις ταινίες. Αντί να κεφαλαιοποιήσει τη φήμη του, επέστρεψε στη χώρα του φτωχότερος και πιο απομονωμένος από ποτέ. Το κοινό προχώρησε σε άλλα θεάματα, άλλες μόδες, άλλες ιστορίες. Ο Meaney είχε δώσει τον εαυτό του ολόκληρο σε μια πράξη που τον άφησε άδειο από μέσα – και οικονομικά εξαντλημένο. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τον στηρίξει. Κανείς δεν φρόντισε να του εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή. Και ο ίδιος, κουρασμένος, αποσύρθηκε στη σιωπή, σαν να είχε ξαναγυρίσει στο σκοτάδι από το οποίο μόλις είχε βγει. Η σύγχρονη κινηματογραφική προσπάθεια να αφηγηθεί την ιστορία του Mick Meaney δεν είναι απλώς αναβίωση ενός παράδοξου εγχειρήματος. Είναι ταξίδι στα υπόγεια της ανθρώπινης ανάγκης για αναγνώριση, στα όρια της αντοχής, στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία χρησιμοποιεί και εγκαταλείπει όσους κυνηγούν την δημοσιότητα χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Το ντοκιμαντέρ φωτίζει έναν άντρα που καταβυθίστηκε στο χώμα για να ξεπεράσει τη φτώχεια του — και τελικά έμεινε έγκλειστος σε μια άλλη φυλακή: τη λήθη της εποχής του.
Η περίπτωση του Meaney μιλά περισσότερο στη δική μας εποχή παρά στην εποχή του. Σήμερα, που άνθρωποι κάνουν τα πιο απίθανα πράγματα για λίγη προσοχή και λίγα λεπτά προβολής, η ιστορία του μοιάζει προφητική. Ο Meaney έγινε διάσημος για έναν λόγο που κανείς δεν θυμάται πια. Κι όμως, αυτό το ίδιο γεγονός, μισό αιώνα αργότερα, μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε: Τι κάνει τελικά κάποιον αξέχαστο; Και ποιο τίμημα είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε για μια στιγμή στο φως;
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0