Κηδεία Σαββόπουλου: Στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης η σορός του
Η Αθήνα ντύθηκε σήμερα στα μελαγχολικά της χρώματα για να αποχαιρετήσει τον Διονύση Σαββόπουλο. Τον άνθρωπο που ένωσε την ποίηση με το λαϊκό τραγούδι, τη ροκ με το ρεμπέτικο, το πολιτικό σχόλιο με τη νοσταλγία της ψυχής. Τον «Νιόνιο», όπως τον αποκαλούσαν γενιές ακροατών που μεγάλωσαν, ερωτεύτηκαν, ονειρεύτηκαν και πορεύτηκαν με τους στίχους του.
Ο Σαββόπουλος έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025, σε ηλικία 81 ετών, ύστερα από ανακοπή καρδιάς. Η σορός του τέθηκε από νωρίς το πρωί του Σαββάτου σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, όπου άνθρωποι κάθε ηλικίας, από μαθητές μέχρι παλιούς συναγωνιστές, στάθηκαν σιωπηλοί, αφήνοντας ένα λουλούδι, μια δάκρυα ή απλώς ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης. Η εξόδιος ακολουθία τελείται στη Μητρόπολη με δημόσια δαπάνη – μια σπάνια τιμή που απονέμεται μόνο στους δημιουργούς που καθρεφτίζουν την ψυχή του τόπου.
Γεννημένος στις 2 Δεκεμβρίου 1944 στη Θεσσαλονίκη, σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές του πολέμου και του Εμφυλίου, ο Σαββόπουλος έμελλε να γίνει ο ίδιος χρονικογράφος αυτών των πληγών — και ταυτόχρονα ο ποιητής της συμφιλίωσης. Μεγάλωσε μέσα σε μια μικροαστική οικογένεια με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη, σε μια πόλη που ανέδιδε ακόμη άρωμα Ανατολής. Από μικρός ένιωθε πως η μουσική ήταν η μόνη του γλώσσα· στα 8 του χρόνια άρχισε να σκαρώνει τα πρώτα του τραγούδια ακούγοντας από το ραδιόφωνο οπερέτες, ρεμπέτικα και δημοτικά τραγούδια.
«Η βάση της μουσικής μου είναι το ραδιόφωνο της δεκαετίας ’45-’55», έλεγε αργότερα. Από τον Βασίλη Τσιτσάνη πήρε τη μελωδική πειθαρχία, από τα λαϊκά της Μακεδονίας τη συγκίνηση και από τα ευρωπαϊκά τραγούδια της εποχής την αφηγηματική λεπτότητα. Ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους που δεν αντιγράφουν, αλλά μεταμορφώνουν ό,τι αγαπούν.
Το 1963, άφησε τις σπουδές του στη Νομική του Αριστοτελείου και κατέβηκε στην Αθήνα. Με ωτοστόπ, λίγα ρούχα και μια κιθάρα, άρχισε το ταξίδι της ζωής του. Δούλεψε ως γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών, ως δημοσιογράφος και ως μουσικός στα μικρά μαγαζιά των Εξαρχείων. «Φανταζόμουν στιχάκια με μουσικές στο εφηβικό κρεβάτι, στα κρατητήρια ή στον στρατό», θα γράψει αργότερα. Από αυτό το άγριο μείγμα ανάγκης και φαντασίας γεννήθηκε το πρώτο του άλμπουμ, το «Φορτηγό» (1966) — ένα έργο-τομή, που έφερε την ελληνική μουσική στη νεωτερικότητα.
Με το «Περιβόλι του Τρελού» (1969), ο Σαββόπουλος καθιερώθηκε ως ο τραγουδοποιός που έδωσε μορφή στα όνειρα μιας γενιάς. «Η Θεία Μάνα», «Η Θαλασσογραφία» και το «Ντιρλαντά» έγιναν τραγούδια που ανήκαν σε όλους — πολιτικά, ρομαντικά, αλληγορικά, μα πάντοτε ελληνικά. Ο ίδιος έλεγε: «Η νοσταλγία που κυβερνά αυτόν τον δίσκο δεν είναι για κάτι που πέρασε, αλλά για μια καθαρότερη και πιο υγιή ζωή».
Η δικτατορία τον βρήκε ανυπότακτο. Συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, μα δεν σώπασε ποτέ. Υπέγραψε τραγούδια που κρύβαν την αλήθεια κάτω από σύμβολα και αλληγορίες — την «Ωδή στον Καραϊσκάκη», το «Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα», τον «Άγγελο Εξάγγελο». «Η λογοκρισία με ανάγκασε να γράψω σαν ποιητής», έλεγε. «Να λέω την αλήθεια μου χωρίς να με πιάνουν».
Με τη Μεταπολίτευση, ο Σαββόπουλος μετατράπηκε σε φωνή ελευθερίας. Τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» (1975) σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή, ενώ το «Τραπεζάκια έξω» (1983) τον κατέστησε πανεθνικό φαινόμενο. Στις συναυλίες του –ιδίως εκείνη του 1983 στο Ολυμπιακό Στάδιο και του 2017 στο Καλλιμάρμαρο– χιλιάδες άνθρωποι τραγουδούσαν μαζί του «Ας κρατήσουν οι χοροί», όπως τραγουδούν ύμνο. Ήταν στιγμές όπου το ελληνικό τραγούδι έμοιαζε να συναντά ξανά τη συλλογική του ψυχή.
Πίσω από τη δημόσια εικόνα του, υπήρχε ένας άνθρωπος τρυφερός, ειλικρινής, με αδυναμίες. Στην αυτοβιογραφία του, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», δεν ωραιοποιεί τίποτα: μιλά για τις οικογενειακές του δυσκολίες, για τις τύψεις του ως πατέρα, για τη γυναίκα της ζωής του, την Άσπα, που στάθηκε δίπλα του για 58 χρόνια. «Η Άσπα είναι η ζωή μου», έλεγε. «Ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ’ αγαπώ».
Ο Σαββόπουλος υπήρξε πολλά περισσότερα από τραγουδιστής. Ήταν αφηγητής εποχών, σχολιαστής μιας κοινωνίας που άλλαζε, διανοούμενος που δεν φοβήθηκε να διαφωνήσει με την ίδια του τη γενιά. Επηρεασμένος βαθιά από τον Bob Dylan, έφερε στο ελληνικό τραγούδι τη φιλοσοφία της αντισυμβατικότητας, της ειρωνείας και της εσωτερικής αλήθειας. Έγραφε με τον τρόπο ενός ποιητή που νοιάζεται για το κοινό του, αλλά πρωτίστως για την αλήθεια του.
Από το «Φορτηγό» ως τον «Σαμάνο», από τη «Συννεφούλα» ως τα «Τραπεζάκια έξω», ο Σαββόπουλος κατάφερε το σπάνιο: να συνδέσει τέσσερις γενιές ακροατών. Η μουσική του υπήρξε ημερολόγιο του ελληνικού 20ού αιώνα, από τη φτώχεια και τη χούντα μέχρι τη μεταπολίτευση και τη σύγχυση της ευμάρειας.
Κι αν κάθε εποχή έχει τους δικούς της τροβαδούρους, ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν κάτι πιο βαθύ: ήταν ο καθρέφτης ενός λαού που ψάχνει ακόμη να βρει τη φωνή του. Ένας στοχαστής με κιθάρα, που έδειξε ότι το τραγούδι μπορεί να γίνει φιλοσοφία, κοινωνία, μνήμη και εξομολόγηση μαζί.
Σήμερα, καθώς η Ελλάδα τον αποχαιρετά, οι στίχοι του μοιάζουν πιο ζωντανοί από ποτέ. «Ας κρατήσουν οι χοροί», έγραψε κάποτε — κι αυτοί κρατούν. Γιατί μέσα τους ζει ακόμη το χαμόγελο, η ευαισθησία και το πείσμα του Νιόνιου. Γιατί οι μεγάλοι δημιουργοί δεν φεύγουν ποτέ· απλώς αλλάζουν σκηνή.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0