Ηλίας Κόκκινος: Ο άνθρωπος που αρνήθηκε να υπακούσει στο μίσος

Οκτώβριος 22, 2025 - 16:30
 0
Ηλίας Κόκκινος: Ο άνθρωπος που αρνήθηκε να υπακούσει στο μίσος

Υπάρχουν εποχές όπου ο άνθρωπος μοιάζει να έχει ξεχάσει τη βαθύτερη ουσία του. Ζούμε μέσα σε μια καθημερινότητα γεμάτη ευκολίες, τεχνολογία, ασφάλεια· και όμως, κάτω από αυτή τη λεία επιφάνεια του «πολιτισμένου» μας κόσμου, απουσιάζει κάτι που κάποτε όριζε το μέτρο της ύπαρξης. Ίσως γιατί τα έχουμε όλα δεδομένα, έχουμε γίνει κυνικοί και ρηχοί. Ίσως γιατί δεν χρειάστηκε να δούμε από κοντά τι σημαίνει πόλεμος, στέρηση, φόβος. Κι όμως, υπάρχει κάτι που καμιά σύγκρουση, καμιά καταστροφή, κανένας πόλεμος δεν μπορεί να σκοτώσει: η ανθρωπιά και η αγάπη. Αυτό το κάτι ενσαρκώνει η ιστορία του Ηλία Κόκκινου — ή, όπως ήταν το αληθινό του όνομα, Ιωσήφ Μπλέχινγκερ. Ενός ανθρώπου που ήρθε ξένος και έμεινε αδελφός. Ενός Αυστριακού που έγινε Λαμιώτης και χάρισε στη Λαμία τη σωτηρία της, όχι με όπλο, αλλά με μια πράξη πίστης στον άνθρωπο.

Ο Ιωσήφ Μπλέχινγκερ γεννήθηκε το 1911 σε μια πόλη στα σύνορα της Δρέσδης. Η ζωή του, όπως συχνά συμβαίνει με τους ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με τα μεγάλα ρεύματα της Ιστορίας, δεν εξελίχθηκε με όρους απλής βιογραφίας αλλά με όρους δοκιμασίας, επιλογής και μεταμόρφωσης. Σε μια εποχή που οι ταυτότητες γίνονται όπλα και τα κράτη χωρίζουν τους ανθρώπους με γραμμές μίσους, ο Ιωσήφ επέλεξε να γίνει κάτι άλλο: χριστιανός ορθόδοξος, λαϊκός φίλος, σιωπηλός σωτήρας. Βαφτίστηκε Ηλίας Κόκκινος, έπειτα από μια πράξη με βαθύ συμβολισμό: πήρε το όνομα του πρώτου Λαμιώτη που σκοτώθηκε στο αλβανικό μέτωπο, μια ονομασία που σφράγισε την πράξη της επιλογής και της ταύτισης με μια πόλη που δεν ήταν αρχικά δική του.

Η προσωπική του ιστορία μπλέκεται με τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στρατολογημένος στον γερμανικό στρατό, βρέθηκε στην Πολωνία και στη συνέχεια μετατέθηκε στην Ελλάδα. Η θέση του υπεύθυνου κλειδούχου στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λαμίας δεν του έδινε μόνον καθημερινές αρμοδιότητες· του έδινε πρόσβαση σε ένα δίκτυο πληροφοριών, κίνησης και ζωής: στα βαγόνια που μετέφεραν τρόφιμα, στα βαγόνια που μετέφεραν πυρομαχικά, στους ανθρώπους που έφταναν κουρασμένοι, ασθενείς, καταδιωγμένοι. Παρά το γεγονός ότι υπηρετούσε τις δυνάμεις κατοχής, ο Μπλέχινγκερ δεν ήταν Ναζί. Ο χαρακτήρας του, οι πεποιθήσεις του και η ευαισθησία του τον έφεραν σε συνέχεια με τους Λαμιώτες.

Σε μια περίοδο όπου το φόβος και η ποινικοποίηση της αλληλεγγύης επικρατούσαν, εκείνος βοήθησε. Δεν εμπόδισε απλώς τους κατοίκους να «κλέψουν» τρόφιμα από τα γερμανικά βαγόνια· δεν επόπτευσε με ψυχρότητα το ανθρώπινο δράμα. Πράττοντας στη σκιά, προθυμοποιήθηκε να απελευθερώσει ανθρώπους που κινδύνευαν να εκτελεστούν. Συνεργάστηκε με τον ΕΑΜ, με ομάδες της Εθνικής Αντίστασης, και ενημέρωνε τους αντάρτες για κινήσεις και ενέργειες που μπορούσαν να σώσουν ζωές. Η αλληλεπίδρασή του με την τοπική κοινωνία δεν ήταν συμβατική· ήταν σχέση εμπιστοσύνης και διακριτικής προσφοράς. Πολλοί άρρωστοι μεταφέρθηκαν με ασφάλεια τη νύχτα στη Λαμία χάρη σε αυτόν, και πολλοί άλλοι είδαν στα χέρια του έναν άνθρωπο που δεν φοβόταν να ρισκάρει για να σώσει τον συνάνθρωπο.

Το κορυφαίο επεισόδιο της δράσης του ανήκει στην κατηγορία των αποφασιστικών πράξεων που αλλάζουν το μέλλον μιας πόλης. Στις 18 Οκτωβρίου 1944, με τους Γερμανούς να αποχωρούν από τη Λαμία, έμειναν πίσω πέντε άντρες με εντολή να ανατινάξουν όσα κτίρια και εγκαταστάσεις μπορούσαν. Τεράστιες αποθήκες πυρομαχικών στο στρατόπεδο Τσαλτάκη ήταν ήδη φορτωμένες με εκρηκτικά και έτοιμες να εκραγούν, προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές σε ανθρώπινες ζωές και υποδομές. Κάποιοι είχαν ήδη σχεδιάσει πως η πόλη θα γινόταν στάχτη όταν τα στρατεύματα «έφυγαν».

Η πληροφορία για την επερχόμενη ανατίναξη έφτασε στα αυτιά του Ηλία χάρη σε έναν σύνδεσμο που γνώριζε την περιοχή και στην κοπέλα Μαρία, που εργαζόταν σε οίκους ανοχής των αξιωματικών και του μετέφερε στοιχεία. Ήταν μια είδηση που πονούσε τη συνείδησή του: αν οι πυρομαχικές αποθήκες εκραγούν, η Λαμία δεν θα ξαναγίνει όπως πριν. Ό,τι είχε μάθει στον σιδηροδρομικό σταθμό για τη ροή πυρομαχικών τον έβαζε μπροστά στη δυνατότητα παρέμβασης. Αντί να φύγει μαζί με τις δυνάμεις κατοχής, πήρε την απόφαση να μείνει και να δράσει.

Η πράξη του είχε ρίσκο αψεγάδιαστο. Ξεφόρτωσε πυρομαχικά, ήξερε που βρίσκονταν οι αποθήκες, και, σε συνεννόηση με έναν Ιταλό φίλο της Μαρίας, τον Μάριον, εξασφάλισε πρόσβαση στο στρατόπεδο. Ο ίδιος μπήκε μέσα κατά τις νύχτες, βρέθηκε απέναντι σε έναν πρόχειρο μηχανισμό πυροδότησης, ένα ξύλινο σύστημα με καλώδια και λαμπιόνια. Ο Μπλέχινγκερ δεν ήταν ηλεκτρολόγος· ήταν, όμως, παρατηρητικός και αποφασιστικός. Έκοψε και τράβηξε καλώδια, αποσύνδεσε σημεία, παρατήρησε τα λαμπάκια να σβήνουν και έκρινε πως είχε κάνει το καθήκον του. Στη συνέχεια τον παρέλαβαν μέλη της Εθνικής Αντίστασης, οι οποίοι είχαν οργανώσει την απεμπλοκή του.

Η ανάμνηση εκείνων των στιγμών έχει μείνει ζωντανή μέσα στις μαρτυρίες: όταν έφτασε στη Στυλίδα, ο καπετάνιος Μπεγνής, που τον αναγνώρισε από το ψευδώνυμό του «Ιωσήφ», τον υποδέχτηκε σαν συμμέτοχο σε μια κοινή προσπάθεια. Η ομάδα επικράτησε με μίξη ανακούφισης και συγκίνησης· οι κάτοικοι, οι αντιστασιακοί, οι άνθρωποι που σώθηκαν, όλα αυτά έγιναν ένα κρυφό δίχτυ ευγνωμοσύνης που έκλεισε τον κύκλο της απειλής.

Μετά τον πόλεμο, ο Ιωσήφ δεν επέστρεψε στην Αυστρία. Έμεινε στην Ελλάδα, παντρεύτηκε την Αγγελική Καρακώστα, έφτιαξε οικογένεια και αφιέρωσε τα επόμενα χρόνια της ζωής του σε μια νέα ρότα. Ασχολήθηκε με τη βυζαντινή αγιογραφία, αγαπούσε το ψάρεμα και ζούσε ταπεινά, χωρίς να επιζητεί δημόσιες τιμές. Η ταπεινότητα ήταν χαρακτηριστικό του: όταν τον ζητούσαν να μιλήσει για όσα έκανε, απαντούσε «Γράψτε πως είμαι Έλληνας δημοκράτης, τίποτε άλλο». Αυτό το «τίποτε άλλο» ακούγεται σήμερα σαν δήλωση που απορρίπτει τη δόξα, αλλά αποδέχεται την ανθρώπινη υποχρέωση απέναντι στη ζωή.

Στις 18 Οκτωβρίου 1979, το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, υπό την προεδρία του δημάρχου Αντώνη Φίλη, αποφάσισε ομόφωνα να τον τιμήσει με το αργυρό μετάλλιο τιμής της πόλης. Ήταν μια επίσημη πράξη αναγνώρισης για ό,τι είχε κάνει λίγες δεκαετίες νωρίτερα. Ο ίδιος, ωστόσο, παρέμεινε χαμηλών τόνων. «Ο πατέρας μου δεν ζήτησε ποτέ τιμές και αποζημίωση για την πράξη του αυτή», θυμάται ο γιος του, Νίκος Κόκκινος, ο οποίος επανειλημμένα μιλά για την ανθρώπινη διάσταση του πατέρα του: λιτός, σεμνός, οικογενειάρχης.

Η οικογένεια, τα προσωπικά αντικείμενα, τα λόγια που αντήλλαξε με φίλους και συνεργάτες, όλα αυτά συνιστούν την άυλη κληρονομιά του. Η εγγονή του, Αγγελική, θυμάται πως «ο παππούς μιλούσε για την κοινωνική προσφορά στον συνάνθρωπο χωρίς ανταλλάγματα και απαιτήσεις», και πως της έμαθε να ζωγραφίζει και να αγαπά τις απλές χαρές: το ψάρεμα, την τέχνη, την οικογένεια.

Ο θάνατός του το 1995, στα 84 του χρόνια, έκλεισε έναν κύκλο ζωής που από ξένο πνεύμα έγινε μέλος μιας τοπικής κοινότητας, που από εργαλείο της Ιστορίας έγινε πράκτορας της ανθρωπιάς. Η κληρονομιά του δεν βρίσκεται μόνο στο ότι απέτρεψε μια ανατίναξη· βρίσκεται στο παράδειγμα ότι ένας άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τις ταυτότητες που του επιβάλλονται και να γίνει φάρους ελπίδας για άλλους.

Και εδώ ερχόμαστε στο επίκεντρο του αφιερώματος: ακόμη κι αν σήμερα είμαστε «πολιτισμένοι», κυνικοί, ρηχοί, και θεωρούμε πως όλα είναι δεδομένα, υπάρχει κάτι που ο πόλεμος δεν μπορεί ποτέ να σκοτώσει. Ο πόλεμος μπορεί να καταστρέψει κτίρια, να αφανίσει υποδομές, να σπείρει τρόμο και να σπάσει οικογενειακούς δεσμούς· όμως δεν καταφέρνει να αφανίσει την ανθρωπιά και την αγάπη όταν αυτά καλλιεργούνται από ανθρώπους που, σαν τον Ηλία, επιλέγουν την αλληλεγγύη αντί για το μίσος. Η ηρωική πράξη του Μπλέχινγκερ δεν ήταν μία από τις πολλές στρατιωτικές νίκες· ήταν μια νίκη του ανθρώπινου πνεύματος πάνω στην εχθρότητα.

Σε έναν κόσμο που μεγαλώνει με την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της αφθονίας, συχνά ξεχνάμε πως οι ηθικές επιλογές των απλών ανθρώπων είναι εκείνες που διατηρούν την κοινωνική συνοχή. Ο Ηλίας Κόκκινος μας θυμίζει ότι κάθε πράξη συμπόνιας, κάθε κίνηση που σώζει έναν άλλο άνθρωπο, έχει πολλαπλασιαστικές συνέπειες: σώζει οικογένειες, κρατάει ζωντανή την εμπιστοσύνη, κερδίζει χρόνους που επιτρέπουν τη θεραπεία και την ανοικοδόμηση.

Η αφήγηση της ζωής του Μπλέχινγκερ, όπως τη διασώζει η τοπική μνήμη της Λαμίας και όπως τη μεταφέρει η οικογένειά του, περιέχει μικρές εικόνες που συγκροτούν ένα μεγάλο μάθημα: τον άνθρωπο που ανοίγει την πόρτα τη νύχτα για να αποσυνδέσει καλώδια· την κοπέλα που μετέφερε πληροφορίες· τον Ιταλό φίλο που παρείχε κάλυψη· τους αντάρτες που περίμεναν για να τον φυγαδεύσουν· το παιδί που μεγάλωσε μ’ έναν παππού που ζωγράφιζε βυζαντινές εικόνες και που του έμαθε την αξία της προσφοράς. Κάθε μικρή αυτή εικόνα φωτίζει το ίδιο νόημα: η αγάπη δεν χρειάζεται περγαμηνές για να υπάρξει· χρειάζεται πράξεις.

Στις ημέρες της μνήμης, η πόλη ανταπέδωσε τιμές: το αργυρό μετάλλιο τιμής, η αναγνώριση του δημοτικού συμβουλίου, οι αφηγήσεις που παρέμειναν ζωντανές. Αλλά ο ίδιος ο Μπλέχινγκερ, ως άνθρωπος ταπεινός, ποτέ δεν αναζήτησε να τον υμνήσουν. Η θέση του, η ζωή του, το έργο του έγινε παράδειγμα: ένας καμβάς που μας υπενθυμίζει πως, όσο υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν την ανθρωπιά, ο πόλεμος δεν κερδίζει την τελευταία λέξη.

Φωτογραφίες από Lamianow.gr 

Ποια είναι η αντίδρασή σας;

Μου αρέσει Μου αρέσει 0
Μη Αγαπημένο Μη Αγαπημένο 0
Αγάπη Αγάπη 0
Αστείο Αστείο 0
Θυμωμένος Θυμωμένος 0
Λυπημένος Λυπημένος 0
Ουάου Ουάου 0