Δώρο
Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Πιο ευλογημένος είναι όποιος αγάπησε και έχασε, παρά εκείνος που δεν γνώρισε ποτέ την αγάπη.
Alfred, Lord Tennyson
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή όπου η επιβίωση παύει να είναι ένα αυτονόητο ένστικτο και γίνεται συνειδητή στάση. Η ιστορική ταινία Alive (1993), βασισμένη στην πραγματική ιστορία της πτήσης 571 στις Άνδεις, αποκαλύπτει αυτό το σημείο με τρόπο σχεδόν υπαρξιακό. Δεν αφηγείται μόνο μια διάσωση· αφηγείται την ανακάλυψη του νοήματος της ζωής όταν όλα γύρω έχουν χαθεί. Οι άνθρωποι που έμειναν ζωντανοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ίδιο τρομακτικό αλλά και φωτεινό ερώτημα: τι σημαίνει να συνεχίζεις όταν το βουνό σε δοκιμάζει σε κάθε ανάσα; Τι σημαίνει να λες «ναι» στη ζωή μέσα στο απόλυτο κενό; Στο συγκλονιστικό φινάλε, όταν τα ελικόπτερα σηκώνονται από το χιόνι, ο Nando Parrado επιλέγει να μην θριαμβολογήσει. Μιλά με τη γαλήνη εκείνου που είδε τη ζωή να κρέμεται από μια κλωστή και την είδε να αντέχει. Αναγνωρίζει όσους χάθηκαν, αλλά ταυτόχρονα και το βάρος, το προνόμιο, το χρέος της συνέχειας. Η επιβίωση, μέσα από τα δικά του λόγια, μοιάζει με υπόσχεση: να μεταφέρεις στη δική σου πορεία ό,τι άφησαν πίσω τους εκείνοι που δεν επέστρεψαν.
Αυτή η αθόρυβη σοφία συναντά τα λόγια του Αντώνη Σαμαρά για την κόρη του. «Ευχαριστώ τον Θεό που ζήσαμε μαζί τα 34 της χρόνια». Μια φράση που δεν μιλά για το τέλος, αλλά για τη διαδρομή. Μια φράση που κοιτά τον χρόνο όχι ως απώλεια, αλλά ως δωρεά. Μια φράση που μετατρέπει τον πόνο σε ευγνωμοσύνη, χωρίς να τον ακυρώνει. Όπως και στην ιστορία των Άνδεων, υπάρχει εδώ η ίδια χαμηλή, καθαρή αναγνώριση: ότι ο χρόνος που μοιράστηκε δύο ανθρώπους είναι μια κληρονομιά που δεν χάνεται. Και τότε αποκαλύπτεται η μεγάλη, απαιτητική αλήθεια: οι άνθρωποι που έφυγαν μας χάρισαν την τιμή να τους έχουμε στη ζωή μας — όσο κράτησε. Το κοινό πέρασμα, είτε μικρό είτε μεγάλο, αποκτά αξία όχι επειδή τελειώνει, αλλά επειδή υπήρξε.
Αυτό το βλέμμα προς τον χρόνο αλλάζει την προοπτική του δράματος. Το πένθος αρχίζει να μοιάζει με έναν σιωπηλό ύμνο στο παρελθόν, μια αναγνώριση ότι η διαδρομή άφησε κάτι πίσω: χαμόγελα, αγκαλιές, συνήθειες που δεν χάνονται με το σκοτάδι του τέλους. Έτσι, η σκέψη ότι δεν δικαιούμαστε να κλαίμε αποκτά νέο βάθος: δεν απορρίπτει τον πόνο, αλλά αναδεικνύει το δώρο. Μας ενθαρρύνει να δούμε τη ζωή ως ιστορία που γράφτηκε, όχι ως ιστορία που κόπηκε. Οι επιζώντες των Άνδεων έμαθαν ότι η συνέχεια είναι πράξη τιμής. Η επιστροφή τους ήταν ανάληψη ευθύνης. Κάθε τους βήμα μετά τη διάσωση περιείχε τη μνήμη των φίλων που τους έδωσαν τη δύναμη να προχωρήσουν. Ζούσαν για δύο, για τρεις, για όσους δεν γύρισαν. Η ζωή τους έγινε προέκταση ζωών που δεν ολοκληρώθηκαν, μια τέλεια ενσάρκωση της ανθρώπινης αλληλεγγύης.
Το ίδιο μοτίβο συναντάται και στον λόγο ενός πατέρα που αποχωρίζεται το παιδί του. Δεν υπάρχει παραίτηση ούτε σκοτάδι, μονάχα η καθαρή παραδοχή ότι μια σχέση που υπήρξε τόσο βαθιά συνεχίζει να φωτίζει ακόμη κι όταν το σώμα απουσιάζει. Ότι η αγάπη δεν τελειώνει, αλλά μεταμορφώνεται. Ότι ο χρόνος που μοιράστηκαν οι άνθρωποι γίνεται σημάδι, ρίζα, παρακαταθήκη. Το πένθος, έτσι διατυπωμένο, μετατρέπεται σε αναγνώριση ζωής. Μιλά για όσα χαρίστηκαν, για όσα φωτίστηκαν, για όσα γράφτηκαν στην ψυχή. Η ευγνωμοσύνη γίνεται το πιο ώριμο, πιο καθαρό στάδιο της αγάπης. Κι όταν κάποιος μπορεί να πει «ευχαριστώ για τα χρόνια που ζήσαμε μαζί», η απώλεια αποκτά νόημα, προοπτική. Μέσα στην καθημερινότητα που συχνά ισοπεδώνει το νόημα των σχέσεων και των στιγμών, τέτοιες αφηγήσεις μας σταματούν. Θυμίζουν ότι το «μαζί» δεν αποτελεί ποτέ βεβαιότητα. Είναι δώρο, σύμπραξη, χρόνος κοινός· ένα απόθεμα μνήμης που επιμένει, ακόμη και όταν η μορφή του μεταβάλλεται.
Κάπως έτσι, στην πορεία όλων αυτών των σκέψεων, επιστρέφει απρόσμενα μια φράση από εκείνη την παλιά ταινία· μια φράση που συνέδεε ζωή και απουσία με έναν τρόπο που μένει χαραγμένος. Κι όταν άκουσα τον Σαμαρά να λέει «ευχαριστώ τον Θεό που ζήσαμε μαζί τα 34 της χρόνια», η κινηματογραφική εκείνη στιγμή ξαναγύρισε με το ίδιο υπαρξιακό βάρος. Η ταινία ανακάλεσε μια ματιά που στρέφεται πρώτα στο δώρο και ύστερα στο κενό, πρώτα στη διαδρομή και ύστερα στο τέλος της. Οι δύο εικόνες —η παλιά, από έναν χιονισμένο κινηματογραφικό τόπο, και η πρόσφατη, από τα λόγια ενός πατέρα— συναντήθηκαν σε μια κοινή επίγνωση: η ευγνωμοσύνη διατηρεί τη δύναμή της στον χρόνο και φωτίζει όσα μοιραστήκαμε. Η παρουσία των ανθρώπων που αγαπήσαμε μετατρέπεται σε τιμή, σε προσφορά, σε εσωτερικό απόθεμα ζωής· σε ένα κομμάτι του κόσμου μας που εξακολουθεί να ανασαίνει μέσα στη μνήμη μας. Και κάπου εκεί, πίσω από τις λέξεις και τις αναμνήσεις, γεννιέται μια ήσυχη βεβαιότητα: Ζήσαμε μαζί. Κι αυτό είναι ήδη μια ολόκληρη ζωή.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0
