Τριμερής Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ: Νέο σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο
Έντονη κινητικότητα και εμφανή νευρικότητα καταγράφεται στον φιλοκυβερνητικό τουρκικό Τύπο μετά τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Νίκο Χριστοδουλίδη και τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, καθώς μεγάλα τουρκικά μέσα έσπευσαν να παρουσιάσουν την Τριμερή ως πολιτικό και στρατιωτικό σχήμα που «στοχεύει» την Τουρκία. Τα πρωτοσέλιδα και οι αναλύσεις που κυριάρχησαν τις επόμενες ώρες κινήθηκαν σε ιδιαίτερα οξείς χαρακτηρισμούς, με την συνάντηση να περιγράφεται ως συσπείρωση «αντιτουρκικού» χαρακτήρα και ως απόπειρα δημιουργίας μιας νέας αρχιτεκτονικής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο που παρακάμπτει την Άγκυρα. Στο ίδιο πλαίσιο, δημοσιεύματα σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας απέδωσαν στους τρεις ηγέτες την πρόθεση να συγκροτήσουν έναν άξονα ασφάλειας και αποτροπής, επαναφέροντας στο προσκήνιο τον γνωστό τουρκικό δημόσιο λόγο περί «περικύκλωσης». Η αφήγηση αυτή ενισχύθηκε από αναφορές σε στρατιωτική συνεργασία των τελευταίων ετών, σε κοινές ασκήσεις και σε εξοπλιστικές κινήσεις της Ελλάδας, τις οποίες τουρκικά μέσα συνέδεσαν με ισραηλινή τεχνογνωσία και συστήματα αεράμυνας.
Η πιο επιθετική ανάγνωση, όπως προβλήθηκε από συγκεκριμένα δημοσιεύματα, δίνει έμφαση στην ύπαρξη ισραηλινών αντιαεροπορικών συστημάτων στην Κύπρο και σε σενάρια επέκτασης ανάλογων δυνατοτήτων και στην Ελλάδα, ειδικά σε νησιωτικές περιοχές του Αιγαίου. Πρόκειται για ισχυρισμούς που προβάλλονται ως ένδειξη «πολεμικής συμμαχίας», με τη ρητορική να μετατοπίζεται από τη διπλωματία στην καθαρή στρατηγική αντιπαράθεση. Παράλληλα, τουρκικές αναλύσεις επανέφεραν στο προσκήνιο το ελληνικό πρόγραμμα πολυεπίπεδης αεράμυνας, παρουσιάζοντάς το ως εκτεταμένο σχέδιο ανάπτυξης διαφορετικών τύπων πυραυλικών συστημάτων σε χερσαία σύνορα και θαλάσσιες ζώνες ενδιαφέροντος. Σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο ισραηλινό σύστημα PULS, το οποίο εμφανίζεται ως «πρώτη φάση» ενός ευρύτερου σχεδιασμού, ενώ διατυπώνονται εκτιμήσεις για πρόσθετες προμήθειες και μελλοντικές επιλογές. Η τουρκική οπτική επιχειρεί να συνδέσει τα εξοπλιστικά με τη γεωπολιτική στόχευση της Τριμερούς, παρουσιάζοντας την άμυνα ως προέκταση μιας «συμμαχίας» που, κατά την ανάγνωσή τους, ενισχύεται θεσμικά και πολιτικά.
Στην ίδια αφήγηση εντάσσονται και αναφορές σε ισραηλινές επενδύσεις ή αμυντικές συνεργασίες στην Ελλάδα, με προεξάρχοντα παραδείγματα εταιρικές κινήσεις στον χώρο της αμυντικής βιομηχανίας και η συμμετοχή ισραηλινής εταιρείας στον εκσυγχρονισμό και τη λειτουργία κέντρου εκπαίδευσης πτήσεων. Η τουρκική δημοσιογραφική γραμμή «δένει» αυτές τις εξελίξεις σε μια ενιαία εικόνα, όπου η συνεργασία δεν αντιμετωπίζεται ως επιμέρους συμφωνίες, αλλά ως τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής σύγκλισης. Το πιο βαρύ πολιτικό φορτίο, ωστόσο, δεν προήλθε μόνο από τα εξοπλιστικά. Τουρκικά μέσα στάθηκαν ιδιαίτερα στη δημόσια γλώσσα του Ισραηλινού πρωθυπουργού, ερμηνεύοντας τις δηλώσεις του ως καθαρό μήνυμα αποτροπής προς την Άγκυρα. Η ουσία των αναφορών, όπως παρουσιάστηκε, κινήθηκε γύρω από την ιδέα ότι όσοι φαντάζονται πως μπορούν να επιβάλουν κυριαρχία ή να αναβιώσουν αυτοκρατορικές επιδιώξεις στην περιοχή πρέπει «να το ξεχάσουν», με την Τριμερή να προβάλλεται ως παράγοντας που ισχυροποιεί την αμυντική ικανότητα των τριών χωρών. Στον τουρκικό Τύπο, το συγκεκριμένο πολιτικό ύφος μεταφράστηκε σχεδόν αυτόματα ως επίσημη απάντηση στον «τουρκικό αναθεωρητισμό», με όρους που φανερώνουν ότι η συνάντηση αντιμετωπίστηκε ως πρόκληση υψηλού συμβολισμού.
Την ίδια στιγμή, από την πλευρά της Τριμερούς, η εικόνα που εκπέμπεται –όπως αποτυπώνεται στη δημόσια επιχειρηματολογία των τριών χωρών– στηρίζεται στη λογική της συνεργασίας σε πολλαπλά πεδία: ασφάλεια, ενέργεια, διασυνδεσιμότητα, καινοτομία και τεχνολογία. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο βάρος δίνεται στον διάδρομο IMEC, που αντιμετωπίζεται ως μεγάλης κλίμακας εμπορική και γεωοικονομική πρωτοβουλία, με στόχο να συνδέσει την Ινδία και την ευρύτερη περιοχή μέσω Μέσης Ανατολής και Ανατολικής Μεσογείου προς την Ευρώπη. Η πολιτική σημειολογία είναι σαφής: ένα σχήμα συνεργασίας που προωθεί έργα και διαδρομές, τις οποίες η Τουρκία δεν συνδιαμορφώνει – εξέλιξη που, όπως φαίνεται, τροφοδοτεί αντανακλαστικά αποκλεισμού στην τουρκική δημόσια συζήτηση.
Στο ενεργειακό σκέλος, η Τριμερής προβάλλει τη βούληση προώθησης κοινών σχεδίων – από έργα φυσικού αερίου έως ηλεκτρικές διασυνδέσεις – με ρητή αναφορά στη βάση του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας. Στο ίδιο πακέτο εντάσσεται η υποστήριξη προς τον Great Sea Interconnector, ενώ τίθεται και ένας μηχανισμός παρακολούθησης/συντονισμού για περιφερειακά έργα διασυνδεσιμότητας. Επιπλέον, σημαντική θέση καταλαμβάνουν νέες θεματικές ασφάλειας, όπως η προστασία κρίσιμων υποδομών και θαλάσσιων οδών, αλλά και η κυβερνοασφάλεια στη θάλασσα, με προγραμματισμένες δομές που τοποθετούν την Κύπρο σε ρόλο κόμβου.
Το παζλ συμπληρώνεται από πρωτοβουλίες πολιτικής προστασίας και αντιμετώπισης κρίσεων, όπως η συνεργασία για ετοιμότητα σε έκτακτες ανάγκες και οι δομές αεροπυρόσβεσης. Σε μια περιοχή που πιέζεται ολοένα περισσότερο από την κλιματική κρίση, οι αναφορές σε διαχείριση υδάτων, υποδομές και ανθεκτικότητα λειτουργούν ως «ήπιο» αλλά ουσιαστικό πεδίο συνεννόησης, το οποίο συνδέεται με την ασφάλεια με έναν λιγότερο πολωτικό τρόπο. Στη Γάζα, η Τριμερής ενσωματώνει επίσης τη διάσταση της ανθρωπιστικής στήριξης και του συντονισμού, προβάλλοντας τον ρόλο Ελλάδας και Κύπρου σε επιχειρησιακές πρωτοβουλίες διευκόλυνσης βοήθειας και σε σχήματα πολιτικο-στρατιωτικού συντονισμού.
Ταυτόχρονα, διατυπώνονται θέσεις που υπογραμμίζουν το δικαίωμα αυτοάμυνας του Ισραήλ στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, ενώ υπάρχουν και αναφορές σε ζητήματα θρησκευτικών τόπων και σεβασμού του status quo. Αυτά τα σημεία, που στο εσωτερικό των τριών χωρών παρουσιάζονται ως θεσμικά «πλαίσια», στην τουρκική ανάγνωση μετατρέπονται σε επιπλέον αποδείξεις στρατηγικής σύγκλισης εναντίον της Άγκυρας.
Το αποτέλεσμα είναι ένα νέο σκηνικό δημόσιας αντιπαράθεσης, όπου η τουρκική πλευρά –μέσω του φιλοκυβερνητικού Τύπου– επιχειρεί να επαναφέρει την Τριμερή σε λογική «στρατοπέδων», αξιοποιώντας εξοπλιστικές ειδήσεις, επενδυτικές κινήσεις και πολιτικές δηλώσεις για να συγκροτήσει μια ενιαία εικόνα απειλής. Από την άλλη, η ίδια η Τριμερής προβάλλεται από τις συμμετέχουσες χώρες ως σχήμα που εμβαθύνει και παράγει έργα, με θεσμικές αναφορές στη σταθερότητα, στη συνεργασία και σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Σε κάθε περίπτωση, η ένταση των τουρκικών αντιδράσεων δείχνει ότι η συνάντηση δεν αντιμετωπίστηκε ως μια τυπική διπλωματική στιγμή. Αντιθέτως, «διαβάστηκε» ως συμβολικό γεγονός με πραγματικό αποτύπωμα, σε μια περίοδο όπου οι ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο παραμένουν εύθραυστες και όπου η γεωπολιτική γλώσσα –όπως αποδεικνύεται– μπορεί εύκολα να μετατρέψει τη συνεργασία σε πεδίο αντιπαράθεσης, ανάλογα με το ποιος την αφηγείται και με ποιον στόχο.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Μη Αγαπημένο
0
Αγάπη
0
Αστείο
0
Θυμωμένος
0
Λυπημένος
0
Ουάου
0