Θυμός

Οκτώβριος 12, 2025 - 22:10
 0
Θυμός

Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Πολλοί χάνουν την ψυχραιμία τους μόνο και μόνο επειδή εσύ δεν χάνεις τη δική σου.
Frank Moore Colby

Αν έπρεπε να περιγράψει κανείς το ύφος του Ντόναλντ Τραμπ, θα κατέληγε πιθανότατα σε έναν συνδυασμό αυθορμητισμού και αδεξιότητας. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επιδιώκει ποτέ τη διπλωματία του λόγου, προτιμά τον αιφνιδιασμό και αφήνει τον ακροατή ανάμεσα στην απορία και το μειδίαμα. Έτσι σχολίασε και τη Γκρέτα Τούνμπεργκ, τη νεαρή Σουηδή ακτιβίστρια που φιλοδοξεί να ηγηθεί και αυτή μιας ακόμη επανάστασης εναντίον όλων των δεινών που ταλαιπωρούν τον κόσμο αλλά… και την ίδια. «Έχει πρόβλημα διαχείρισης θυμού», είπε ο Τραμπ, προκαλώντας το αναμενόμενο κύμα αντιδράσεων. Κι όμως, μέσα στην αγαρμποσύνη του, αναδύθηκε άθελά του μια αλήθεια: ο θυμός έχει γίνει η πιο εύκολη μορφή ρητορικής δεινότητας της εποχής μας.

Η οργή, άλλοτε φυσική αντίδραση στον πόνο ή στην αδικία, μετατράπηκε σε στάση ζωής. Δεν είναι πια κραυγή ενός πληγωμένου ανθρώπου αλλά εργαλείο ενός κορεσμένου κόσμου που αναζητά αφορμές να εκτονωθεί. Όσο περισσότερο βυθίζεται η κοινωνία σε άνεση και τεχνητή ευμάρεια, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη για συγκίνηση. Έτσι γεννήθηκε ο θυμός, ως υποκατάστατο της εμπειρίας – ένας τρόπος να νιώσει κανείς ζωντανός, έστω και μέσα από το θέαμα της καταστροφής.

Η πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης, οι δημόσιες συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα έχουν πλέον την ίδια υφή. Μια συνεχή εναλλαγή οργής και αυτοδικαίωσης. Ο άνθρωπος δεν αναζητά πια λύσεις, αλλά αφορμές για να φωνάξει. Η ηθική υπεροχή έγινε πιο δελεαστική από την κατανόηση, η καταγγελία πιο εύκολη από την πρόταση. Η καθημερινότητα, αδειανή από νόημα και συλλογικότητα, γεμίζει με στιγμιαία ξεσπάσματα, με αναρτήσεις, βίντεο, συνθήματα, πορείες και συμβολικές πράξεις που περισσότερο ικανοποιούν την ανάγκη προβολής παρά τη δίψα για δικαιοσύνη.

Οι περισσότεροι από αυτούς που υψώνουν τη φωνή τους απέναντι σε κάθε νέο άδικο σπάνια αγγίζονται βαθιά από αυτό που καταγγέλλουν. Συμμετέχουν ως θεατές σε ένα δράμα που δεν τους αφορά προσωπικά, κι όμως τους δίνει την ψευδαίσθηση μιας συλλογικής εμπλοκής. Η λύπη γίνεται περιεχόμενο, ο θυμός δημοσίευση, η ευαισθησία τρόπος αυτοπροβολής. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η κοινωνική οργή μοιάζει περισσότερο με επιτέλεση παρά με συναίσθημα. Κάθε φορά που ένα πρόβλημα φαίνεται να επιλύεται, το βλέμμα στρέφεται αλλού· χρειάζεται νέα αφορμή για να συνεχιστεί το έργο της αγανάκτησης. Η οργή δεν τρέφεται από την αδικία, αλλά από τη συνήθεια της διαμαρτυρίας. Όταν παύει να υπάρχει κάτι για να καταγγελθεί, επέρχεται ένα αίσθημα κενού, μια σιωπή που μοιάζει επικίνδυνη, γιατί τότε αποκαλύπτεται πως χωρίς τον θυμό, πολλοί δεν ξέρουν πια πώς να σταθούν μέσα στον κόσμο. Η εποχή μας έχει μετατρέψει το συναίσθημα σε είδος κατανάλωσης. Όπως αγοράζουμε εμπειρίες και εικόνες, έτσι καταναλώνουμε και συγκινήσεις. Η οργή έγινε ένα προϊόν με υψηλή ζήτηση, γιατί προσφέρει μια γρήγορη μορφή νοήματος: σου επιτρέπει να αισθανθείς δίκαιος χωρίς να χρειαστεί να αλλάξεις τίποτα. Είναι ηθικό άλλοθι σε συσκευασία στιγμής. Και γι’ αυτό όσοι ζουν μέσα σε αυτή τη διαρκή ένταση μοιάζουν παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο: όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο λιγότερο ακούν· όσο περισσότερο καταγγέλλουν, τόσο πιο δύσκολα συναισθάνονται.

Η ίδια λογική επεκτείνεται και στην πολιτική. Ο δημόσιος διάλογος θυμίζει ολοένα και περισσότερο διαμάχη συναισθημάτων παρά ανταλλαγή ιδεών. Η ψυχραιμία θεωρείται αδυναμία, η επιχειρηματολογία βαρετή. Οι πιο φανατικοί αυτοπροσδιορίζονται ως «ευαίσθητοι» και ορίζουν την ταυτότητά τους μέσα από την αέναη καταγγελία. Η επιτυχία μιας κυβέρνησης, η επίλυση ενός κοινωνικού ζητήματος, ακόμα και η απλή πρόοδος μοιάζουν να αφαιρούν το οξυγόνο από αυτή την κατηγορία ανθρώπων που χρειάζεται πάντα μια αφορμή για αντίσταση.  Αυτή η κατάχρηση της οργής, που καθιερώνεται ως ένα είδος προφορικού λόγου, έχει και κάτι βαθιά υπαρξιακό. Ο σύγχρονος άνθρωπος, αποκομμένος από τους σταθερούς σκοπούς που κάποτε έδιναν νόημα στη ζωή του, ζει μέσα σε μια αίσθηση ακαθόριστης ανικανοποίησης. Ο θυμός λειτουργεί σαν αποκούμπι, σαν απόδειξη ότι κάτι τον συνδέει ακόμη με τον κόσμο.

Η ειρωνεία είναι πως οι περισσότεροι οργισμένοι δεν βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά στο κέντρο της. Ο θυμός τους είναι άνετος, σχεδόν πολυτελής. Πρόκειται για μια αγανάκτηση που εκφράζεται μέσα από την ασφάλεια της αφθονίας, μια συναισθηματική πολυτέλεια ανθρώπων που έχουν τα μέσα, τον χρόνο και τον χώρο για να φωνάζουν. Η επανάσταση γίνεται αισθητική, η διαμαρτυρία τρόπος ζωής. Αν κάποιος από αυτούς κληθεί να μετατρέψει την οργή σε πράξη, η φλόγα σβήνει ακαριαία. Κανείς δεν θα έμπαινε στο μέτωπο για τα ιδανικά που διακηρύσσει, κανείς δεν θα χάριζε τον μισθό του για το κοινό καλό, κανείς δεν θα στερούνταν την ελευθερία του για κάτι πέρα από τον εαυτό του. Η αγανάκτηση τους σταματά εκεί όπου αρχίζει η προσωπική θυσία· δεν είναι πίστη, είναι στάση, ένα ψυχικό θέατρο που παίζεται με πλήρη ασφάλεια. Κάπου εκεί ξεχωρίζουν όσοι επιλέγουν τον δύσκολο δρόμο της σιωπηλής δράσης. Άνθρωποι που συνεχίζουν να ζουν με αξιοπρέπεια, να εκτιμούν την ελευθερία όχι ως δεδομένο αλλά ως καθημερινή επιλογή· που υπερασπίζονται τη δημοκρατία με τον τρόπο που σέβονται, που εργάζονται, που αγαπούν. Είναι εκείνοι που απολαμβάνουν τη ζωή χωρίς κυνισμό, γιατί ξέρουν πως έτσι τη στηρίζουν. Σε αυτούς οφείλεται η ισορροπία της κοινωνίας, τη στιγμή που όλα γύρω μοιάζουν να κινούνται αέναα, χωρίς σταθερό έδαφος.

Ποια είναι η αντίδρασή σας;

Μου αρέσει Μου αρέσει 0
Μη Αγαπημένο Μη Αγαπημένο 0
Αγάπη Αγάπη 0
Αστείο Αστείο 0
Θυμωμένος Θυμωμένος 0
Λυπημένος Λυπημένος 0
Ουάου Ουάου 0