Ο Σαββόπουλος για τον Σαββόπουλο

Οκτώβριος 22, 2025 - 10:30
 0
Ο Σαββόπουλος για τον Σαββόπουλο

Από τη Θεσσαλονίκη των μεταπολεμικών χρόνων ως τις εξομολογήσεις του 2025, ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε κάτι περισσότερο από τραγουδοποιός. Υπήρξε ο καθρέφτης μιας Ελλάδας που άλλαζε πρόσωπο, ρυθμό και ψυχή· ένα παιδί της μεσαίας τάξης που εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου για να κατέβει στην Αθήνα με μια κιθάρα, λίγες δραχμές και ένα όνειρο: να βρει φωνή μέσα σε μια χώρα που ακόμα μάθαινε να μιλά.

Στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», ο Σαββόπουλος δεν εξιστορεί απλώς τη διαδρομή του· επιχειρεί κάτι πιο δύσκολο: να κοιτάξει τον εαυτό του κατάματα. «Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά σιγά», γράφει. «Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι… είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι μέσα του, αλλά χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός». Ομολογεί ότι τώρα, στα ύστερα χρόνια, έχει ανάγκη αυτόν τον ρόλο για να τον βοηθήσει να θυμηθεί ποιος υπήρξε: «Θέλω να δω πώς ήμουν σαν παιδί, σαν σύζυγος, σαν πατέρας και παππούς. Τώρα ο ρόλος μιλά για τον δημιουργό του».

Αυτή η φράση είναι ο πυρήνας ενός βιβλίου που ξεγυμνώνει τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο. Ο «Νιόνιος» —όπως τον αποκαλούσε το κοινό— δεν ήταν ποτέ στατικός. Από τον ανυπότακτο φοιτητή της δεκαετίας του ’60 μέχρι τον ώριμο στοχαστή της μεταπολίτευσης, ο Σαββόπουλος μετέτρεψε τη ζωή του σε καθρέφτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Όταν οι άλλοι τραγουδούσαν συνθήματα, εκείνος τραγουδούσε ερωτήματα. Και στις πιο πολιτικές του στιγμές, το προσωπικό στοιχείο ποτέ δεν απουσίαζε.

Στις σελίδες του βιβλίου του, η Ελλάδα που γνώρισε και που άλλαξε μπροστά στα μάτια του ξεδιπλώνεται σαν οικογενειακό άλμπουμ γεμάτο ρωγμές, ενοχές και φως. Θυμάται τις μέρες της φτώχειας και της πείνας στην Αθήνα, τα χρόνια της δικτατορίας και της εξορίας στο Παρίσι, τη λαχτάρα του για ελευθερία και τον φόβο του για τη φθορά. Θυμάται, πάνω απ’ όλα, τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του. «Ήταν μαθήτρια, σιωπηλή σαν όστρακο, κι όμως τόσο όμορφη που το βράδυ φωσφόριζε», γράφει για την Άσπα, τη σύντροφο μιας ζωής που γνώρισε όταν “τρέκλιζε ακόμη, μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις”.

Δεν διστάζει να καταθέσει τα σκληρότερα κομμάτια του εαυτού του. Παραδέχεται, με συγκλονιστική ντροπή, ότι χαστούκισε τα παιδιά του. «Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί», γράφει. «Τα μάλωνα κι από πάνω, ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν τρομαγμένα τα πουλάκια μου…». Η εξομολόγηση αυτή δεν είναι αυτοτιμωρία· είναι συμφιλίωση. Ο Σαββόπουλος δεν προσπαθεί να δικαιολογηθεί· προσπαθεί να κατανοήσει.

Μιλά για την πατριαρχία που κουβαλούσε μέσα του —«ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα»— και για τη σταδιακή του μεταμόρφωση. «Βουλιάζαμε, απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε για να μην απομακρυνθούμε περισσότερο», θυμάται για τα δύσκολα οικογενειακά χρόνια. «Τώρα η θάλασσα ηρέμησε».

Η αφήγησή του είναι γεμάτη σιωπές, όχι μόνο ήχους. Η πείνα, η ανασφάλεια, η αμφιβολία συνυπάρχουν με τη μουσική και το φως. Ακόμη και οι πιο σκοτεινές στιγμές, όπως η νοσηλεία του με καρκίνο, περιγράφονται με σχεδόν λυτρωτική τρυφερότητα. Το επεισόδιο όπου, ντροπιασμένος, καλεί τις νοσοκόμες αφού έχει βρέξει το κρεβάτι του, δεν είναι απλώς μια σκηνή ευαλωτότητας· είναι μια πράξη αποδοχής. «Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα», γράφει. «Κι όμως, καθώς με έπλεναν και με σκέπαζαν, ένιωσα να φεύγει ένα βάρος. Είχε έρθει το Πάσχα».

Η ζωή του Σαββόπουλου μοιάζει να ακολουθεί την ίδια καμπύλη με τη νεότερη Ελλάδα: από τη στέρηση στη δημιουργία, από την επανάσταση στον αναστοχασμό. Από το Φορτηγό και το Περιβόλι του Τρελού μέχρι τη Ρεζέρβα και τα Τραπεζάκια έξω, ο τραγουδοποιός έμαθε να ζει ανάμεσα στο ιερό και το καθημερινό, να μιλά ταυτόχρονα τη γλώσσα του λαϊκού δρόμου και της ποίησης. Δεν υπήρξε ποτέ στρατευμένος· υπήρξε διαρκώς παρών. Ακόμα και όταν δέχθηκε επιθέσεις για τη «στροφή» του προς τη Δεξιά, απάντησε με τον ίδιο στοχαστικό τρόπο: «Μπαϊλντισμένος από τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής, στράφηκα αλλού. Ήταν προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, κουλτουριάρης και αντιπνευματικός». Δεν αρνήθηκε τις αντιφάσεις του· τις έκανε τραγούδια.

Στο τέλος, όμως, μένει ο αφηγητής. «Αυτό κάνω όλη μου τη ζωή», λέει. «Αφηγούμαι. Δεν έγραψα για να εξηγηθώ, έγραψα για να θυμηθώ». Και πράγματι, η αυτοβιογραφία του δεν είναι βιβλίο αυτοδικαίωσης αλλά μνήμης. Ο Σαββόπουλος δεν ζητά να τον κρίνουμε. Ζητά να τον ακούσουμε. Όχι τον τραγουδιστή, αλλά τον άνθρωπο που έζησε, έσφαλε, αγάπησε και τραγούδησε — χύμα, όπως τα χρόνια του. Κι έτσι, στο τέλος της αφήγησης, μένει η εικόνα ενός ανθρώπου που έζησε χωρίς φίλτρα. Του καλλιτέχνη που μετέτρεψε το προσωπικό του βίωμα σε συλλογικό καθρέφτη. Του Έλληνα που τόλμησε να τραγουδήσει την αμφιβολία. Και καθώς η φωνή του αντηχεί ακόμη μέσα από τους στίχους «Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα», μοιάζει να μας υπενθυμίζει πως η μουσική, όπως και η ζωή, είναι όμορφη ακριβώς επειδή τρέχει — χύμα.

Ποια είναι η αντίδρασή σας;

Μου αρέσει Μου αρέσει 0
Μη Αγαπημένο Μη Αγαπημένο 0
Αγάπη Αγάπη 0
Αστείο Αστείο 0
Θυμωμένος Θυμωμένος 0
Λυπημένος Λυπημένος 0
Ουάου Ουάου 0