Έμιλι Νταμάρι: Από την κόλαση της Γάζας στη σιωπηλή μάχη για τους ομήρους

Η Έμιλι Νταμάρι μετρά τις μέρες όχι από τότε που σώθηκε, αλλά από τότε που συνελήφθη. Γιατί, όπως λέει, «η ελευθερία δεν είναι απλώς να βγεις από τα τούνελ — είναι να πάψεις να τα κουβαλάς μέσα σου». Ήταν 7 Οκτωβρίου 2023, όταν οι ένοπλοι της Χαμάς διέσπασαν τα σύνορα και εισέβαλαν στο Κφαρ Άζα, ένα ειρηνικό κιμπούτς γεμάτο πράσινο και παιδικές φωνές. Στο μικρό της διαμέρισμα, η 27χρονη τότε Έμιλι ξύπνησε από τους πυροβολισμούς. Μέσα σε λεπτά, είδε τον σκύλο της να πέφτει νεκρός και τους άνδρες να την τραβούν από το κρεβάτι, αιμόφυρτη από τραύματα στο χέρι και στο πόδι. Με τα δικά της κλειδιά οδήγησαν το αυτοκίνητό της πίσω στη Γάζα. Έτσι άρχισε μια ομηρία 471 ημερών, σε υπόγεια, αποθήκες, κλουβιά και σήραγγες – μια εμπειρία που, ακόμη και μετά την απελευθέρωσή της, δεν τελείωσε ποτέ πραγματικά.
Η Έμιλι ελευθερώθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2025, στο πλαίσιο σύντομης εκεχειρίας και ανταλλαγής κρατουμένων. Οι πρώτες εικόνες της να φτάνει στο νοσοκομείο τυλιγμένη με την ισραηλινή σημαία έκαναν τον γύρο του κόσμου. Το τραυματισμένο της χέρι ήταν δεμένο, τα δύο μεσαία δάχτυλα λείπανε. Όταν ύψωσε το χέρι της σχηματίζοντας το χαρακτηριστικό σήμα «rock on», έγινε χωρίς να το θέλει σύμβολο δύναμης για μια ολόκληρη χώρα. «Δεν ήταν μια πόζα», θα πει αργότερα. «Ήταν το μόνο που είχα να δείξω: ότι είμαι ακόμη ζωντανή». Την επόμενη μέρα έγραψε στο Instagram: «Επέστρεψα στη ζωή». Το μήνυμα συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες σχόλια, όμως η ίδια ήξερε πως η επιστροφή δεν θα ήταν απλή. Ακολούθησαν μήνες αποκατάστασης, χειρουργείων και φυσικοθεραπειών, αλλά και νύχτες με εφιάλτες που κανένας γιατρός δεν μπορούσε να γιατρέψει.
Σήμερα, στα 29 της, η Νταμάρι ζει σε ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα, βόρεια του Τελ Αβίβ. Η ζωή της μοιάζει εξωτερικά ήρεμη, μα τίποτα δεν θυμίζει την «απλή, κοινότοπη καθημερινότητα» του Κφαρ Άζα. Η νέα της σύντροφος, η food blogger Ντανιέλ Αμίτ, στάθηκε στο πλευρό της από τους πρώτους μήνες της ανάρρωσης. Μαζί έχτισαν ένα νέο σπίτι, γεμάτο φως, αλλά και φωτογραφίες όσων έμειναν πίσω. «Η ευγνωμοσύνη και η ενοχή ζουν μαζί μέσα μου», παραδέχεται. Στις αναρτήσεις της εμφανίζεται χαμογελαστή, με μπλουζάκια που γράφουν “Two Fingers”, το παρατσούκλι που της έδωσε μια άλλη όμηρος, η Ρόμι Γκόνεν — φίλη, συγκάτοικος στην αιχμαλωσία και πλέον αδελφή ψυχή.
Η Έμιλι θυμάται ελάχιστα με χρονολογική σειρά· οι ήχοι και οι μυρωδιές είναι αυτά που δεν σβήνουν. «Μια νύχτα την περάσαμε σε αποθήκη ελαστικών· το πρωί αναπνέαμε καμένο καουτσούκ. Άλλη φορά, στριμωγμένες δέκα γυναίκες σε μια τρύπα χωρίς φως. Δεν ξέραμε αν ήταν μέρα ή νύχτα». Λίγο μετά την απαγωγή, την οδήγησαν στο νοσοκομείο Σίφα της Γάζας. Εκεί, μπροστά σε ένοπλους φρουρούς, ένας άνδρας που συστήθηκε ως «Δρ. Χαμάς» της έκανε αναισθησία και ακρωτηρίασε τα δάχτυλά της. «Δεν με κοίταξε ποτέ στα μάτια», λέει. Στο ίδιο νοσοκομείο γνώρισε για πρώτη φορά τη Ρόμι Γκόνεν, που είχε απαχθεί από το φεστιβάλ Νόβα. Συναντήθηκαν ξανά εβδομάδες αργότερα, στα τούνελ. «Με αναγνώρισε από το χέρι μου και με φώναξε ‘Δύο Δάχτυλα’. Από εκείνη τη στιγμή δεν χωρίσαμε». Η φιλία τους έγινε σωσίβιο. «Είχαμε πονέσει και οι δύο στα ίδια σημεία – εκείνη στο πόδι, εγώ στο χέρι. Ήταν σαν να ήμασταν ενωμένες με ράμμα».
Τον Φεβρουάριο του 2025, οι δύο γυναίκες γύρισαν στο Κφαρ Άζα. Η εικόνα ήταν αποκαρδιωτική: καμένα σπίτια, σιωπή, ένας αέρας που μύριζε στάχτη και θάνατο. «Το χωριό όπου μεγάλωσα είχε γίνει σκηνικό πολέμου», λέει. Η Έμιλι στάθηκε στο δωμάτιο απ’ όπου είχε απαχθεί. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι τρύπες από σφαίρες, το πάτωμα μαυρισμένο. «Εδώ τέλειωσε η παλιά μου ζωή». Κάθε επίσκεψη εκεί μοιάζει με τελετουργία. Πηγαίνει στους τάφους των φίλων της, διαβάζει από το κινητό μηνύματα που είχε γράψει στη διάρκεια της αιχμαλωσίας. Ανάμεσά τους και ένα γράμμα στους δίδυμους αδελφούς Μπέρμαν, τους γείτονές της που απήχθησαν μαζί της. Ο ένας χάθηκε από την πρώτη μέρα, ο άλλος την 40ή. Και οι δύο παραμένουν αγνοούμενοι. «Όσο είναι εκεί, δεν μπορώ να πω ότι είμαι ελεύθερη», λέει.
Στο Τελ Αβίβ, η Έμιλι ξαναρχίζει από την αρχή. Κάνει γυμναστική με προπονητή, πηγαίνει σε αγώνες της Μακάμπι, κάνει τατουάζ, χαμογελά. Όμως ακόμη και στις πιο φωτεινές στιγμές, το σκοτάδι υπάρχει. «Νιώθω ενοχή κάθε φορά που ταξιδεύω, που κάθομαι σε ξενοδοχείο, που μπορώ να πιω καφέ όπου θέλω. Γιατί ξέρω ποιοι δεν μπορούν». Η παρουσία της έχει γίνει σημείο αναφοράς. Στις ομιλίες, στις πορείες, στις συγκεντρώσεις για τους ομήρους, η φωνή της ακούγεται σταθερή, χωρίς ίχνος εκδίκησης. «Δεν θέλω μίσος. Θέλω απελευθέρωση. Και δικαιοσύνη», λέει. Η δημοτικότητά της ήταν αναμενόμενη. «Έγινα σύμβολο χωρίς να το ζητήσω. Αλλά αν αυτό δίνει ελπίδα σε κάποιον, το δέχομαι σαν χρέος».
Τον Μάιο ταξίδεψε για πρώτη φορά στο εξωτερικό, στη Βρετανία — τη χώρα όπου γεννήθηκε η μητέρα της, Μάντι, που από τους πρώτους μήνες της ομηρίας είχε γίνει μια από τις πιο δραστήριες φωνές για την απελευθέρωση των ομήρων. «Πήγα όχι για να ζητήσω συμπόνια, αλλά για λύσεις», δήλωσε η Μάντι σε συνέντευξη στο Λονδίνο. Η Έμιλι συνάντησε πολιτικούς, δημοσιογράφους και πολίτες που είχαν στηρίξει την υπόθεση των ομήρων. Και φυσικά, βρέθηκε στο γήπεδο της αγαπημένης της Τότεναμ Χότσπερ. Οι οπαδοί την υποδέχθηκαν με κίτρινα μπαλόνια και τραγούδι: “Emily Damari, she’s one of our own”. Εκεί, μετά το τέλος του αγώνα, επισκέφθηκε τον τάφο του παππού της που είχε πεθάνει ενώ εκείνη ήταν στη Γάζα. «Ήθελα να του πω πως γύρισα», είπε απλώς.
Στο νέο της σπίτι, όπου τα πάντα είναι φρεσκοβαμμένα και ήσυχα, η Έμιλι δεν προσπαθεί να ξεχάσει. Αντίθετα, προσπαθεί να θυμάται χωρίς να πονά. «Δεν θέλω να σβήσω τίποτα. Θέλω να μπορώ να το κοιτάζω και να ζω παράλληλα». Με τη σύντροφό της, τη Ντανιέλ, ετοιμάζουν μικρές γιορτές, μαζεύουν φίλους, γελούν. Κάποιες φορές παίζουν χαρτιά με τους άλλους πρώην ομήρους – ένα παιχνίδι που μέσα στα τούνελ της Γάζας είχε γίνει για εκείνους σωτηρία. «Μπορεί να φαίνεται ασήμαντο, αλλά εκείνο το πακέτο χαρτιά ήταν ο κόσμος μας», λέει. Η Έμιλι μιλά σχεδόν καθημερινά με τη Ρόμι Γκόνεν. Συνεχίζουν να εμφανίζονται μαζί σε εκδηλώσεις και να ζητούν την απελευθέρωση όσων κρατούνται ακόμη. «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να ζήσω χωρίς να σκέφτομαι τη Γάζα», λέει. «Αλλά θέλω να κάνω παιδιά, να ταξιδέψω, να αφηγηθώ την ιστορία μου όσο περισσότερο μπορώ. Γιατί αυτό που συνέβη δεν ήταν μόνο σε μένα. Ήταν σε όλους μας». Κάθε φορά που τη ρωτούν αν αισθάνεται επιτέλους ελεύθερη, η απάντησή της είναι πάντα η ίδια: «Η ελευθερία είναι μια λέξη που δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν τη μοιράζεσαι. Κι εγώ δεν μπορώ να την προφέρω, όσο υπάρχουν άνθρωποι θαμμένοι κάτω από τη γη που γνώρισα».
Η Έμιλι Νταμάρι ζει, χαμογελά, αγαπά — αλλά δεν ξεχνά.
Η ομηρία της τελείωσε.
Η μάχη της, όμως, μόλις άρχισε.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






