Το στοίχημα της κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη

Η Δικαιοσύνη, θεμέλιο κάθε Δημοκρατίας, αναδεικνύεται ξανά σε κεντρικό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στα εγκαίνια του νέου Πρωτοδικείου Περιστερίου δεν ήταν μια απλή τελετή εγκαινίων· αποτέλεσε μια προσεκτικά σχεδιασμένη πολιτική παρέμβαση σε μια στιγμή που η δημόσια συζήτηση γύρω από την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έχει πάρει βαθιά θεσμικά χαρακτηριστικά. Ο πρωθυπουργός, μέσα από τη φράση του ότι «η αμφισβήτηση της εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη μπορεί να γίνει αυτοεκπληρούμενη προφητεία», έστειλε σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση – όχι μόνο προς την αντιπολίτευση, αλλά και προς πρώην ηγέτες του πολιτικού συστήματος που το τελευταίο διάστημα επιλέγουν να μιλούν με όρους θεσμικής απαισιοδοξίας.
Η χρονική συγκυρία δεν είναι τυχαία. Οι δηλώσεις Καραμανλή και Βενιζέλου περί κρίσης εμπιστοσύνης και «μη κυβερνήσιμης χώρας» είχαν ήδη προκαλέσει έντονη συζήτηση στο πολιτικό παρασκήνιο. Ο Μητσοτάκης, επιλέγοντας να μιλήσει για τη Δικαιοσύνη από ένα νέο, σύγχρονο δικαστικό μέγαρο, επιχείρησε να συμβολίσει την πρόοδο και τη συνέχεια του κράτους, έναντι της ρητορικής περί παρακμής. Τα εγκαίνια, έτσι, απέκτησαν θεσμική και πολιτική σημειολογία: η κυβέρνηση θέλησε να προβάλει ένα αφήγημα σταθερότητας και μεταρρυθμιστικής ωριμότητας, την ώρα που η αντιπολίτευση και μέρος του πολιτικού παλαιού κατεστημένου μιλούν για φθορά των θεσμών.
Η παραδοχή του πρωθυπουργού ότι η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη βρίσκεται υπό πίεση, είναι στην ουσία μια έμμεση απάντηση σε όσους θεωρούν ότι η κυβέρνηση κλείνει τα μάτια στο πρόβλημα. Όμως η δική του ανάγνωση είναι διαφορετική: δεν πρόκειται για κρίση θεσμών, αλλά για κρίση αντίληψης – μια τοξική καλλιέργεια δυσπιστίας που, όπως υπονόησε, τροφοδοτείται και πολιτικά. Η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιστρέψει αυτή την εικόνα μέσα από έργα, ψηφιακές μεταρρυθμίσεις και επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Ο νέος Δικαστικός Χάρτης και τα νέα Πρωτοδικεία παρουσιάζονται ως τομή που θα περιορίσει τη γραφειοκρατία, θα μειώσει τον χρόνο έκδοσης αποφάσεων και θα προσδώσει στην Ελλάδα χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής δικαιοσύνης λειτουργικής και αξιόπιστης.
Το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να σηκώσει τον τόνο, κατηγορώντας τον πρωθυπουργό ότι «κοιτάζει αλλού» για τις αιτίες της απαξίωσης των θεσμών. Η φράση του εκπροσώπου του κόμματος, Κώστα Τσουκαλά, πως «αν ο πρωθυπουργός ψάχνει υπαίτιους για την κρίση εμπιστοσύνης, ας κοιτάξει στον καθρέφτη του», δεν είναι μόνο επικοινωνιακή αιχμή — είναι μια προσπάθεια να προσδώσει στο θέμα χαρακτήρα θεσμικού μομφής. Η απάντηση της κυβέρνησης μέσω του Παύλου Μαρινάκη ήταν εξίσου αιχμηρή. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατηγόρησε το ΠΑΣΟΚ για «κροκοδείλια δάκρυα», επαναφέροντας στο προσκήνιο δηλώσεις στελεχών του που αμφισβητούσαν τη Δικαιοσύνη, και επικαλέστηκε τις θετικές αξιολογήσεις της Κομισιόν για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα. Η σύγκρουση αυτή αποκαλύπτει το νέο ιδεολογικό μέτωπο που διαμορφώνεται: ποιος τελικά υπερασπίζεται τους θεσμούς και ποιος τους εργαλειοποιεί.
Οι παρεμβάσεις Καραμανλή και Βενιζέλου λειτούργησαν σαν καταλύτης. Ο πρώην πρωθυπουργός μίλησε για κρίση απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, ενώ ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δήλωσε πως «η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη». Πρόκειται για δύο βαριές φράσεις, με πολιτικό βάρος και θεσμική φόρτιση. Η κυβέρνηση απάντησε με σαφή στόχο να μην αφήσει να παγιωθεί η εικόνα θεσμικής αστάθειας. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης αντέτεινε ότι η Ελλάδα είναι «ίσως η πιο κυβερνήσιμη χώρα της Δύσης», με σταθερότητα και ισχυρή πλειοψηφία. Και υπονόησε ότι η ίδια η Δικαιοσύνη δέχθηκε πόλεμο παραπληροφόρησης μετά τα Τέμπη — μια αναφορά που δείχνει τη στρατηγική της κυβέρνησης να συνδέσει την κρίση εμπιστοσύνης με συνειδητή υπονόμευση από πολιτικούς και επικοινωνιακούς κύκλους.
Πίσω από τις δηλώσεις και τις αντιπαραθέσεις, κρύβεται μια μάχη αφηγήματος: ποιος ορίζει σήμερα το νόημα της θεσμικής κανονικότητας. Για την κυβέρνηση, η θεσμική ωριμότητα ταυτίζεται με τη σταθερότητα και τη μεταρρυθμιστική συνέχεια· για την αντιπολίτευση, με τη λογοδοσία και την απόσταση της εκτελεστικής εξουσίας από τη δικαστική. Η Ελλάδα, μετά από μια δεκαετία κρίσεων, βρίσκεται σε φάση όπου η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι το πιο δύσκολο έργο. Δεν επιβάλλεται με νόμους ούτε με εγκαίνια — οικοδομείται αργά, με συνέπεια, και κυρίως με αίσθημα δικαίου που να πείθει τον πολίτη ότι οι κανόνες ισχύουν για όλους. Το Πρωτοδικείο Περιστερίου, λοιπόν, μπορεί να είναι ένα ακόμη σύγχρονο δημόσιο κτίριο. Όμως, στο επίπεδο του πολιτικού συμβολισμού, λειτουργεί ως δοκιμασία αξιοπιστίας: αν η Δικαιοσύνη γίνει πραγματικά γρηγορότερη, δικαιότερη και πιο προσιτή, τότε ίσως να γίνει και το πρώτο βήμα για την ανασυγκρότηση της εμπιστοσύνης που λείπει — όχι μόνο στους θεσμούς, αλλά και στην ίδια τη Δημοκρατία.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






