Ο ήχος της σιωπής

Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Το καλύτερο επιχείρημα εναντίον της δημοκρατίας είναι μια συζήτηση πέντε λεπτών με τον μέσο ψηφοφόρο.
Ουίνστον Τσώρτσιλ
Ήταν απλώς μια ακόμη μέρα με τη χώρα σε απεργιακό κλοιό, όπως συνηθίζουν να γράφουν οι τίτλοι των ειδήσεων, όταν οι θυμωμένοι κατεβαίνουν στους δρόμους διεκδικώντας δικαιώματα που συχνά αγγίζουν τα όρια του ουτοπικού, δυσκολεύοντας τη ζωή των συμπολιτών τους. Στη στάση του λεωφορείου, που θα ξεκινούσε τη βάρδιά του ύστερα από ώρες ακινησίας, επικρατούσε αναβρασμός. Οι αντιδράσεις ήταν τόσο έντονες, που λίγο έλειψαν να ανάψουν τα αίματα. Οι προσβολές και τα υπονοούμενα μεταξύ αγνώστων ήταν σοκαριστικά – και όλα είχαν έναν κοινό παρονομαστή: την πολιτική κατάσταση της χώρας. Μοιάζει απίστευτο, κι όμως ακόμη και ο πιο ουδέτερος παρατηρητής θα μπορούσε να κατατάξει τους παρευρισκόμενους σε ιδεολογικά στρατόπεδα· από τον τόνο της φωνής, τη βεβαιότητα στο βλέμμα, ακόμη και τον τρόπο που ανέπνεαν μέσα στον θυμό τους.
Αυτοί που ύψωναν τη φωνή πιο εύκολα, όσοι διέκοπταν τους άλλους με ύφος παντογνώστη και οργή σωτήρα, έμοιαζαν να φέρουν κάτι γνώριμο∙ εκείνο το παλιό, αδιαπραγμάτευτο πάθος της Αριστεράς που δεν συζητά – κατακεραυνώνει. Είναι η ίδια νοοτροπία που, πίσω από την επίφαση της «κοινωνικής ευαισθησίας», κρύβει μια εγγενή αδυναμία να ανεχθεί τη διαφορετική άποψη. Η πεποίθηση πως μόνο εκείνη κατέχει το ηθικό πλεονέκτημα, πως οι υπόλοιποι είναι εγκλωβισμένοι στο σκοτάδι της αδικίας ή της άγνοιας. Η πρόσφατη, απρόκλητη επίθεση στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ σε δημοσιογράφο ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πιο θλιβερό τρόπο αυτή την πνευματική κόπωση μιας παράταξης που έχει πάψει να παράγει λόγο και πια αντιδρά μόνο με ένστικτο. Αν και κάποιοι επιχείρησαν να το παρουσιάσουν ως «στιγμιαία παρεκτροπή», πρόκειται για ένα επεισόδιο που συμπύκνωσε όλη τη ρητορική μιας ιδεολογίας αδύναμης να σταθεί απέναντι στη λογική. Αντί για επιχειρήματα, επιθέσεις. Αντί για σκέψη, ύβρεις. Και, το χειρότερο, με αναφορές σε προσωπικά και ευαίσθητα ζητήματα – οικογενειακές επιλογές, παιδιά, οικονομική κατάσταση – σαν να είναι αυτά τα κριτήρια που καθορίζουν ποιος έχει δικαίωμα να μιλά.
Η εικόνα αυτή αποτελεί καθρέφτη μιας ευρύτερης νοοτροπίας που έχει διαποτίσει μεγάλο μέρος της δημόσιας ζωής: της αδυναμίας να συζητούμε πολιτικά χωρίς να μετατρέπουμε την άποψη του άλλου σε προσωπική προσβολή. Ο πολιτικός διάλογος έχει παραχωρήσει τη θέση του σε ένα διαρκές ψυχολογικό ξεκαθάρισμα, όπου η λογική ασφυκτιά. Η διαφορά ανάμεσα σε εκείνους που κοιτούν προς τα δεξιά και σε όσους επιμένουν να στρέφονται προς τα αριστερά δεν είναι απλώς ιδεολογική· είναι, όπως έχει αποδείξει και η επιστήμη, ψυχολογική, αισθητική, ακόμη και υπαρξιακή. Έρευνες που δημοσιεύθηκαν σε έγκριτα διεθνή περιοδικά, όπως το Journal of Public Economics, κατέληξαν στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί του δεξιού χώρου θεωρούνται πιο ελκυστικοί, πιο ήρεμοι και σταθεροί στις αντιδράσεις τους. Δεν πρόκειται για τυχαίο εύρημα. Οι άνθρωποι που νοιάζονται να φροντίσουν τη ζωή τους, να οργανώσουν τον εαυτό τους και να προοδεύσουν μέσα από πειθαρχία και αξιοπρέπεια, αποπνέουν συνήθως μια διαφορετική ηρεμία – εκείνη που γεννά η εσωτερική ισορροπία, όχι η ανάγκη επιβεβαίωσης.
Αντίθετα, οι θυμωμένοι που κοιτάζουν αριστερά, εγκλωβισμένοι στο αδιάκοπο «αντι», ζουν μέσα σε μια αέναη μάχη με την πραγματικότητα. Δεν θα αποδεχθούν ποτέ την ψυχραιμία του ανθρώπου που δεν καταγγέλλει συνεχώς. Εκείνου που επιλέγει να επενδύσει στην προσωπική του εξέλιξη, αντί να ψάχνει διαρκώς αφορμές για να υπερασπιστεί ένα αφήγημα που ούτε ο ίδιος πλέον πιστεύει. Η διαφορά δεν είναι μόνο πολιτική· είναι συναισθηματική. Ο θυμός, η καχυποψία, η ανάγκη να βρεθεί πάντα ένας «ένοχος» – το κράτος, οι πλούσιοι, η δεξιά – έχουν μετατραπεί σε στάση ζωής, σε έναν φαύλο κύκλο που τρέφει και ταυτόχρονα εξαντλεί τον άνθρωπο.
Εδώ η ψυχολογία φωτίζει όσα η πολιτική αποφεύγει να παραδεχθεί. Οι άνθρωποι που βλέπουν παντού αδικία και συνωμοσία είναι εγκλωβισμένοι σε ένα εσωτερικό σκοτάδι που τους στερεί τη χαρά και τη δημιουργικότητα. Το τελευταίο που χρειάζεται ένας γαλήνιος άνθρωπος είναι να περιβάλλεται από τέτοιες ενέργειες – από εκείνους που, αντί να εμπνέουν, επιμένουν να υπενθυμίζουν διαρκώς τις δυσκολίες της ζωής, λες και η μιζέρια είναι μορφή αλήθειας. Η αδυναμία να κάνουμε ψύχραιμες πολιτικές συζητήσεις δεν είναι καινούργια. Σήμερα, απλώς, η τεχνολογία την έχει μεγεθύνει. Σύμφωνα με έρευνα της Εταιρείας Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων, περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους στις ΗΠΑ παραδέχονται ότι οι πολιτικές κουβέντες στους χώρους εργασίας έχουν αυξηθεί και έχουν γίνει πιο πολωτικές, ενώ ελάχιστοι τις θεωρούν κατάλληλες. Η αιτία είναι προφανής: δεν υπάρχει διάθεση για ακρόαση, ούτε σεβασμός στην πολυπλοκότητα της σκέψης. Ο καθένας κουβαλά τον θυμό του σαν πανό, πρόθυμος να τον ξεδιπλώσει με την παραμικρή αφορμή.
Το ζητούμενο, ωστόσο, μιας ώριμης κοινωνίας δεν είναι να συμφωνούμε, αλλά να μπορούμε να διαφωνούμε χωρίς να αλληλοεξοντωνόμαστε. Να μην αντιμετωπίζουμε τη διαφορετική άποψη ως προσωπική απειλή. Η πολιτική ωριμότητα δεν μετριέται με τον όγκο της φωνής, αλλά με τη δύναμη της σιωπής. Και ίσως τελικά αυτό να είναι το μεγάλο στοίχημα της εποχής μας: να ξαναμάθουμε να ακούμε, να σκεφτόμαστε, να σεβόμαστε· να μην ψάχνουμε συνεχώς εχθρούς για να αισθανθούμε δίκαιοι. Γιατί εκείνοι που έχουν πραγματικά γαλήνη μέσα τους δεν χρειάζονται να φωνάζουν για να αποδείξουν κάτι. Τους αρκεί η σιωπή τους. Κι αυτή, στις μέρες μας, είναι ίσως η πιο επαναστατική στάση.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






