Ο Άγνωστος Στρατιώτης και οι γνωστές σιωπές μας

Οκτώβριος 20, 2025 - 19:30
 0
Ο Άγνωστος Στρατιώτης και οι γνωστές σιωπές μας

Από την Πλατεία Συντάγματος έχουν περάσει όλες οι γενιές της σύγχρονης Ελλάδας: πορείες, εορτές, όρκοι και διαμαρτυρίες. Κι όμως, στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης, εκεί όπου το πλήθος άλλοτε ζητωκραυγάζει κι άλλοτε αγανακτεί, ένα μάρμαρο σιωπά εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, με τη γυμνή μορφή του πεσόντος οπλίτη χαραγμένη πάνω στην πέτρα, παρακολουθεί τη διαδρομή της χώρας χωρίς να μιλά – κι όμως, κάθε φορά που η κοινωνία αναμετριέται με το παρελθόν και τις πληγές της, το Μνημείο επιστρέφει στο επίκεντρο.

Αυτό συμβαίνει ξανά σήμερα, ενενήντα τρία χρόνια μετά τα αποκαλυπτήριά του. Η κυβέρνηση προωθεί τροπολογία που αλλάζει το καθεστώς φύλαξης και συντήρησης του Μνημείου, προκαλώντας αντιπαράθεση για το πώς ορίζεται ο «σεβασμός» απέναντι σε ένα εθνικό σύμβολο. Το ζήτημα ήρθε στην επιφάνεια με αφορμή τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών, οι οποίοι έγραψαν τα ονόματα των νεκρών παιδιών τους στο μαρμάρινο δάπεδο. Η κίνηση αυτή, ανθρώπινη και σπαρακτική, ερμηνεύτηκε από την κυβέρνηση ως προσβολή ενός ιερού τόπου, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η ιστορία, ωστόσο, δείχνει ότι το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη ήταν από την αρχή μια αφορμή για αντιθέσεις. Η ιδέα γεννήθηκε στη δεκαετία του 1920, όταν η Ευρώπη, μουδιασμένη από τις εκατόμβες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναζητούσε τρόπους να τιμήσει τους αφανείς στρατιώτες της. Στη Γαλλία, το άγνωστο σώμα που αναπαύεται κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου έγινε σύμβολο συλλογικής ευγνωμοσύνης. Στην Ελλάδα, η Μικρασιατική Καταστροφή είχε αφήσει χιλιάδες νεκρούς δίχως όνομα και τάφο. Η χώρα, πληγωμένη και βαθιά διχασμένη, ένιωθε την ανάγκη ενός σημείου σιωπηλής ενότητας.

Το 1926, ο Θεόδωρος Πάγκαλος αποφάσισε την ανέγερση του Μνημείου, και τρία χρόνια αργότερα, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, ξεκίνησαν οι εργασίες υπό τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη και τον γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ. Η επιλογή της τοποθεσίας, μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα, δίχασε την Αθήνα: άλλοι μιλούσαν για ιεροσυλία στο κέντρο της πόλης, άλλοι για ύψιστο συμβολισμό. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1932, μέσα σε έντονη πολιτική ατμόσφαιρα και καλλιτεχνική διαμάχη. Κι όμως, ο νεκρός οπλίτης του Ρωκ, με το κεφάλι γερμένο και το σώμα ακίνητο, κατάφερε να γίνει το πιο ζωντανό σημείο αναφοράς του ελληνικού 20ού αιώνα.

Από τότε, το Μνημείο έγινε μάρτυρας των πάντων. Είδε βασιλείς να καταθέτουν στεφάνια και διαδηλωτές να συγκρούονται, είδε χούντες και δημοκρατίες, πένθη και πανηγυρισμούς. Η πλατεία γύρω του έγινε τόπος συνάντησης, εξομολόγησης και οργής. Και έτσι, ο Άγνωστος Στρατιώτης έπαψε να είναι μόνο ένας στρατιώτης του παρελθόντος: έγινε ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την απώλεια ούτε με τη σιωπή.

Η σημερινή πολιτική διαμάχη φέρνει στην επιφάνεια αυτόν ακριβώς τον διχασμό: είναι το Μνημείο χώρος ιερός ή δημόσιος; Σύμβολο εθνικής ενότητας ή σκηνή κοινωνικής διαμαρτυρίας; Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η φύλαξη από την ΕΛ.ΑΣ. και η ανάθεση του καθαρισμού σε ιδιωτική εταιρεία θα διασφαλίσουν τον σεβασμό στον τόπο τιμής των πεσόντων. Η αντιπολίτευση, αντίθετα, θεωρεί ότι πρόκειται για προσπάθεια πειθαρχίας του δημόσιου χώρου και απονεύρωσης της κοινωνικής μνήμης.

Η συζήτηση έχει ξεπεράσει τα όρια της πολιτικής επικαιρότητας. Αγγίζει το βαθύτερο ερώτημα: πώς τιμούμε τους νεκρούς μας σε μια εποχή όπου όλα γίνονται αντικείμενο αντιπαράθεσης; Για τους συγγενείς των Τεμπών, η επιγραφή των ονομάτων στο μάρμαρο δεν ήταν πράξη βανδαλισμού, αλλά μια αυθόρμητη έκφραση πένθους – μια υπενθύμιση ότι η θυσία δεν έχει πάντα πρόσωπο στρατιώτη. Για την κυβέρνηση, ήταν παραβίαση της ιερότητας ενός εθνικού συμβόλου.

Η αντίφαση είναι παλιά όσο και το ίδιο το Μνημείο. Το 1932, λίγες μέρες μετά τα εγκαίνια, εφημερίδες χαρακτήριζαν το έργο «βαναυσότητα» ή «κακόγουστο». Η δημόσια τέχνη, τότε όπως και τώρα, προκαλούσε αμηχανία: ορισμένοι τη θεωρούσαν υπερβολικά λιτή, άλλοι υπερβολικά μοντέρνα. Πίσω όμως από αυτές τις αισθητικές κρίσεις κρυβόταν η ίδια πολιτική ένταση – ποιος έχει το δικαίωμα να ορίσει την εικόνα του εθνικού πένθους;

Σήμερα, το Μνημείο επιστρέφει στο επίκεντρο μιας ανάλογης αντιπαράθεσης. Μόνο που αυτή τη φορά, η διαμάχη δεν αφορά την τέχνη, αλλά τον ίδιο τον ορισμό της δημοκρατίας. Η πλατεία μπροστά από τη Βουλή, που κάποτε ονομάστηκε Σύνταγμα γιατί εκεί δόθηκε ο πρώτος αγώνας για συνταγματική ελευθερία, γίνεται ξανά το σημείο όπου συγκρούονται η εξουσία και η κοινωνία. Η κυβέρνηση ζητά «σεβασμό στους ήρωες», η αντιπολίτευση απαντά με το αίτημα «σεβασμού στους ζωντανούς».

Ίσως, τελικά, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη να είναι το πιο πολιτικό έργο της νεότερης Ελλάδας, ακριβώς γιατί δεν ανήκει σε κανέναν. Το μάρμαρό του δεν χωρά διαχωριστικές γραμμές. Είναι ταυτόχρονα ιερό και δημόσιο, χώρος εθνικής σιωπής και πολιτικής φωνής. Κάθε γενιά προβάλλει πάνω του τη δική της αγωνία — άλλοτε για τη θυσία, άλλοτε για τη λήθη. Και κάθε φορά που κάποιος σκύβει να γράψει ένα όνομα πάνω στην πέτρα, το κάνει όχι για να την προσβάλει, αλλά για να θυμίσει ότι πίσω από κάθε ανώνυμο σώμα υπάρχει μια ιστορία που δεν ειπώθηκε ποτέ.

Το Μνημείο, όπως και η δημοκρατία, αντλεί τη δύναμή του από τη μνήμη και την ανοχή. Δεν χρειάζεται σιωπή για να επιβιώσει, αλλά διάλογο· δεν χρειάζεται αποκλεισμούς, αλλά κατανόηση. Κάτω από το βλέμμα του Αγνώστου Στρατιώτη, η Ελλάδα εξακολουθεί να δίνει τις ίδιες μάχες που έδινε και τότε: να συμφιλιώσει το παρελθόν με το παρόν, τον σεβασμό με τη διαμαρτυρία, τη μνήμη με τη ζωή. Και όσο το Μνημείο θα στέκει εκεί, ανάμεσα στους Ευζώνους και στους περαστικούς, η χώρα θα θυμάται ότι ο αγώνας για ελευθερία –ακόμη και η ελευθερία να πενθείς δημόσια– δεν είναι ποτέ άγνωστος.

Ποια είναι η αντίδρασή σας;

Μου αρέσει Μου αρέσει 0
Μη Αγαπημένο Μη Αγαπημένο 0
Αγάπη Αγάπη 0
Αστείο Αστείο 0
Θυμωμένος Θυμωμένος 0
Λυπημένος Λυπημένος 0
Ουάου Ουάου 0