Δ. Σαββόπουλος σε… άλλους γαλαξίες: Πώς αποχαιρέτησαν τον καλλιτέχνη – Δημοσία δαπάνη η κηδεία του

Σε ηλικία 81 ετών, ο σπουδαίος τραγουδοποιός και ερμηνευτής άφησε την τελευταία του πνοή την Πέμπτη 21 Οκτωβρίου, ενώ τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν σε ιδιωτικό νοσοκομείο.
Διονύσης Σαββόπουλος: Το αντίο του πολιτικού κόσμου
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας εξέφρασε τα θερμά του συλλυπητήρια για την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου, κάνοντας λόγο για «έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, έναν άνθρωπο ξεχωριστό, που αγαπήθηκε από τον ελληνικό λαό για την προσωπικότητα και την προσφορά του στην τέχνη» και τόνισε ότι «τα έργα του σφράγισαν την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και αποτέλεσαν ορόσημα στον νεότερο πολιτισμό της χώρας μας».
«Δεν θέλω να το πιστέψω αλλά ο Διονύσης μας δεν είναι πια εδώ», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τον Διονύση Σαββόπουλο, ενώ σε μια προσπάθεια να τον αποχαιρετήσει με δικό του στίχο, μπέρδεψε το «Μια θάλασσα μικρή» του Σαββόπουλου με τη «θάλασσα πλατιά» του Χατζιδάκι.
Όπως αναφέρει σε ανάρτησή του ο Πρωθυπουργός: «Δεν θέλω να το πιστέψω αλλά ο Διονύσης μας δεν είναι πια εδώ. Με τον αποχωρισμό να συμβαίνει όπως τον είχε ο ίδιος τραγουδήσει: “Δεν είμαι εδώ”. Οι άλλοι “χτύπααν τον αέρα”. Και να ξεκινήσει, έτσι, ήρεμος το ταξίδι του προς μια “θάλασσα πλατιά”…. Ο Σαββόπουλος έφυγε, αφήνοντας ένα ισχυρό αποτύπωμα στη μουσική, στον στίχο, αλλά και στο δημόσιο ύφος. Γιατί με το έργο και τη στάση του απέδειξε πως ήταν ένας υπέροχος τραγουδοποιός. Ένας ευαίσθητος Έλληνας. Και ένας υπεύθυνος πολίτης. Με τίμησε με τη φιλία του. Και μέσα από αυτήν μπόρεσα να γνωρίσω μία ευγενική μορφή που είχε ένα μοναδικό χάρισμα: να παρακολουθεί τις εποχές που αλλάζουν. Και, ταυτόχρονα, να αλλάζει και ο ίδιος. Κρατώντας μόνο την αυθεντικότητά του».
Για την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε μεταξύ άλλων πως «Οι Έλληνες θρηνούν την απώλεια του μέγιστου τραγουδοποιού μας, ενός ελεύθερου, αληθινού δημιουργικού πνεύματος. Με τη μουσική και τον λόγο του χαρτογράφησε την πατρίδα και τους ανθρώπους της, διαμόρφωσε την αυτοεικόνα μας και επανανοηματοδότησε την παράδοσή μας. Προσωπικά αποχαιρετώ έναν πολύτιμο φίλο και έναν μοναδικό άνθρωπο».
«Με βαθιά συγκίνηση οι Ελληνίδες και οι Έλληνες αποχαιρετούμε τον Διονύση Σαββόπουλο, που μέσα από τα τραγούδια του σκιαγραφούσε το βίωμα, τις ελπίδες, τις υπερβάσεις και τις αγωνίες του λαού μας στο πέρασμα των δεκαετιών», δήλωσε ο Νίκος Ανδρουλάκης για τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου.
«Αποχαιρετούμε με θλίψη τον Διονύση Σαββόπουλο, έναν μεγάλο δημιουργό της Ελλάδας», τονίζει ο Σωκράτης Φάμελλος για τον θάνατο του Δ. Σαββόπουλου.
Όπως αναφέρει ο κ. Φάμελλος: «Έναν τραγουδοποιό, που θα ζει πλέον για πάντα στις παρέες μας, στις συναυλίες, στα τραγούδια του που ψιθυρίζουμε συχνά. Για εμάς που μεγαλώσαμε στη Θεσσαλονίκη, ο «Νιόνιος» ήταν ο τραγουδοποιός της εφηβείας μας. Η μουσική του και οι στίχοι του συνόδευσαν τη ζωή μας και τους αγώνες μας. Και με τον δικό του τρόπο χαρακτήρισε και τον αγώνα κατά της χούντας και στη συνέχεια τη γενιά του Πολυτεχνείου, ακόμα και αν υπήρχαν στιγμές που διαφωνήσαμε. Η πλατεία θα είναι γεμάτη… Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια και στους συνεργάτες του».
«Καμία ιστορία του ελληνικού τραγουδιού δεν μπορεί να ειπωθεί χωρίς το όνομα του Διονύση Σαββόπουλου. Από το Φορτηγό και το Περιβόλι του Τρελλού μέχρι τον Μπάλλο και τα Τραπεζάκια έξω, ο Σαββόπουλος έγραψε κεφάλαια της νεότερης ελληνικής ψυχής. Κι αυτό γιατί έδωσε μουσική μορφή σε μια περίοδο που έψαχνε τη φωνή της μέσα στη δικτατορία και στη μεταπολίτευση. Γιατί υπήρξε ο πατριάρχης μιας ολόκληρης γενιάς μουσικών που διαμόρφωσαν καθοριστικά τον σύγχρονο ελληνικό ήχο και στίχο μέχρι και σήμερα. Κάθε τραγούδι του Σαββόπουλου ήταν κι ένα κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης – μια υπόμνηση ότι η τέχνη μπορεί να είναι και όνειρο και πράξη. Τώρα που σωπαίνει η φωνή του, η σιωπή είναι γεμάτη απ’ όσα μας χάρισε. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν υπήρξε απλώς ένας δημιουργός· υπήρξε από μόνος του μια εποχή», αναφέρει μεταξύ άλλων η Νέα Αριστερά.
Διονύσης Σαββόπουλος: Καλλιτέχνες τον αποχαιρετούν
Ο Φοίβος Δεληβοριάς έγραψε: «Αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις». Γιατί μπορεί να προετοιμαζόμουν καιρό γι’ αυτή την αναχώρηση -τις τελευταίες μέρες κιόλας την αισθανόμουν κάτω από κάθε βήμα που άκουγα- να όμως που ήμουν εντελώς απροετοίμαστος. Κάθομαι, λοιπόν -με την καρδιά μου να «αιμορραγεί σαν τον ουρανό»- να βγάλω λίγο από το χρέος, να αγγίξω λίγη από την ομορφιά, να νιώσω κάτι απ’ την πληγή, ν’ αφουγκραστώ λιγάκι απ’ την μεγάλη γιορτή που σε τόσα τραγούδια του ονειρεύτηκε. Αυτήν που «ο Όλιβερ Τουίστ και ο Αδόλφος», «ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ και ένας hippie», «η Παρθένα και ο Σατανάς» «πίνουν από το ίδιο το ποτήρι» και «πετούν αγκαλιασμένοι μακριά».
Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για κείνους μόνο –και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους.
Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ’ την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του ’70 και φλώροι του ‘90, όλοι λίγο-πολύ (χώρια όμως ο ένας απ’ τον άλλον) περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, αναλύοντας κάποιον στίχο του, ταυτιζόμενοι ή διαφωνώντας με μιαν επιλογή του, αγγίζοντας για μια στιγμή το νόημα που πάντα υποψιάζονταν από μικροί, εκείνος όμως τους το είχε κάνει τόσο άμεσο.
Γιατί τι πιο άμεσο απ’ το «Φορτηγό», το «Περιβόλι», το «Βρώμικο Ψωμί», τους «Αχαρνής» και τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια»; Όλα πράγματα σύνθετα και απρόσιτα, δύσκολα σαν τον τραυλό στον «Μπάλλο», σαν το «παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει» στο «Μυστικό Τοπίο», σαν τα ανάποδα φλάουτα στην «Μαύρη Θάλασσα», σαν τα ακόρντα και τα στοιχειωμένα στιχουργικά μέτρα στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Κι όμως, όλα να χτυπάνε κατ’ ευθείαν κέντρο. Ποιητικό κέντρο, μουσικό κέντρο, φιλοσοφικό, πνευματικό. Ανθρώπινο και πέρα από τον άνθρωπο.
Ένα ιερό αμφίβιο είναι το έργο του Σαββόπουλου, κάτι που ακουμπούσε και στην εδώ ζωή και στην επέκεινα. Κι αυτός ένας κανονικός τρελός, ο πιο τρελός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, ένας απρόσιτος με μάτια που δεν έβλεπαν εδώ, έτοιμος κάθε στιγμή να καταστρέψει τη ζωή, να τη ρεζιλέψει και να τη χάσει μέσα από τα χέρια του, για να τη λατρέψει το ίδιο βράδυ στη σκηνή, με ένα δόσιμο ακαταμάχητης τρυφερότητας και πάθους.
Είχα την περίεργη τύχη, 15χρονος, να δω την απόλυτη, σκληρή απογύμνωση και διαπόμπευσή του στο «Κούρεμα» στο ΖΟΟΜ της Πλάκας. Κόσμος ελάχιστος, ορκισμένων πρώην θαυμαστών του, που του πετούσε δεκάρικα και τον έβριζε, ενώ εκείνος, κουρεμένος, με μια εικόνα μέσου ανθρώπου περιέργως αποκρουστική στο ερωτευμένο με την τέχνη του ασυνείδητό μας, τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60» και τους «Κωλοέλληνες» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δυο όργανα να λέει αμέσως μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι».
Εκεί τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ, δεν αισθάνθηκα καμιά «προδοσία» στην συμπεριφορά του. Αντίθετα, αισθάνθηκα μιαν αποτρόπαιη τιμιότητα. Έδειχνε στους ανθρώπους του ποιος ήταν και ποιος είχε γίνει, ποιοι ήταν στο όνειρό τους και ποιοι ήταν στον καθρέφτη τους. Και δεν ήταν καθόλου ωραίο αυτό. Κυρίως γιατί μέσα στην βίαιη αυτή πράξη τα τραγούδια του είχαν γίνει λίγο σα δηλώσεις, σαν εκθέσεις ιδεών, μέσα σε όλα όσα είχε «κουρέψει» ήταν η ποιητική του απόλυτη ελευθερία.
Κι όμως και μέσα στο ύστερο έργο του, αυτό που έπεται του περίεργου αυτού «αποχαιρετισμού» στον νεανικό εαυτό του, υπάρχουν στιγμές που δεν γίνεται να συγκριθούν με τίποτε άλλο, κανενός άλλου. Η πρόζα στον «Μονομάχο», το «Φως στις 10 το πρωί» , ο «Χρονοποιός». Καθαρόαιμα, ουρανοπρεπή αριστουργήματα. Και φυσικά, καθόλου αταίριαστα με τη θυσία του.
Από μιαν άλλη «ευλογία που αγνοώ» τον έζησα πολύ κι από κοντά. Δουλέψαμε μαζί ολόκληρες σεζόν, μικρός συνοδοιπόρος του εγώ το ’96 στη «Σφεντόνα» και στην καλοκαιρινή του περιοδεία, καλεσμένος μου κι αυτός 3 σεζόν στην «Ταράτσα». Την 2η μάλιστα σεζόν του έδωσα τον χώρο για 6 Δευτέρες για να κάνει ό,τι πιο δικό του ήθελε. Μου λέει «Θα κάνω ό,τι πιο δικό μου: θα πω τραγούδια άλλων. Πάντα ήθελα να ήμουνα οι άλλοι. Ήταν όπως εγώ, αλλά ωραίοι». Κι έκανε ένα πρόγραμμα πραγματικά συγκινητικό, όπου τραγούδησε από Μάρκο σε Μίκη κι από Κραουνάκη σε Μάλαμα και Παπακωνσταντίνου με μια δική του, βραχνιασμένη παιδικότητα. «Όλα εκείνα που αγαπώ ειν’ αλλονών κι αλλιώς φαντάζουν».
Κι όμως , εμείς που γράψαμε ύστερα απ’ αυτόν, μάθαμε ότι είμαστε οι εαυτοί μας μέσα απ’ τα δικά του τραγούδια. Ήταν σαν κι αυτούς τους gamers που έχουνε φτάσει το παιχνίδι ως το τέλος και συναντάς τα χνάρια τους σε κάθε πίστα, και τους ρωτάς κάθε φορά πώς τα κατάφεραν. Όταν τον ρωτούσα, γινόταν ξαφνικά παιδί. Ήθελε, αίφνης, να μου τα χαρίσει όλα. Και πιστεύω το ίδιο θα έζησαν κι ένα σωρό «νεοι κανταδόροι», όπως υπέροχα αποκαλούσε τους νεαρούς συντρόφους του στους «Αχαρνής».
Διαφώνησα μαζί του; Μα φυσικά, πολλές φορές, όπως με όλους τους ανθρώπους που αγάπησα. Πολλά πράγματα στα οποία εκείνος έβλεπε μια ελπίδα, εγώ τα έβρισκα δυσοίωνα, κουμπωνόμουν. Δεν διανοήθηκα, όμως, ποτέ να τον κανιβαλίσω. Γιατί ήταν μια ιδιοφυία, ένας αληθινός καλλιτέχνης που έλεγε τη γνώμη του, πληρώνοντας το κόστος με τον ίδιο του τον θρόνο. Και γιατί το έργο του, το φωτεινό του έργο, δεν ήταν και δεν είναι μια εφήμερη γνώμη, δικιά του ή δικιά μας. Ήταν βγαλμένο απ’ το αίμα της καρδιάς, απ’ τον «ουρανό που αιμορραγεί» και «μας αθωώνει».
Έτυχε πριν δυο μέρες να αναρτήσω εδώ ένα κείμενο για τα 100χρονα του Μάνου Χατζιδάκι. Να, λοιπόν, που ο πανδαμάτωρ χρόνος με κάνει να αναρτώ δίπλα του ακριβώς ένα κείμενο για κείνον. Και είναι τόσο ωραία ταιριαστό να τους βλέπω ξανά δίπλα-δίπλα, τον έναν πλάϊ στον άλλον, όπως τους είδα κάποτε και ζωντανά. Και αυτή η κοινή ζωή που ένωσε κι εμένανε κι εσάς μ’αυτούς τους δύο και μ’όλους τους άλλους κρίκους της «χρυσής αλυσίδας» της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι αυτή που θα μου δώσει καύσιμα και για την υπόλοιπη ζωή, με τα σκοτάδια που μας κυκλώνουν, αυτά της ύπαρξης κι αυτά του πλανήτη, που ξεφορτώνεται τόσο εύκολα ό,τι τον έκανε για λίγο φωτεινό. Κι όμως, για να δανειστώ ξανά τα δικά του λόγια, «θα βρεθούμε κάποτε ξανά, με τα ίδια αυτά σώματα, με τα ίδια χαμόγελα», στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο περιβόλι. Και ο Διονύσης θα μας περιμένει εκεί, λυτρωμένος από τα βάρη της αρρώστιας μας, να «σμίξει παλιές κι αναμμένες τροχιές με το ροκ του μέλλοντός μας».
Γεια σου, ακριβέ κι αγαπημένε μου. Θα σου χρωστώ για πάντα όλο τον εαυτό μου –κι αυτόν που λέω πως έχω κι εκείνον που δεν ξέρω ακόμα».
Με ανάρτησή του στο Facebook, ο τραγουδοποιός Δημήτρης Μητσοτάκης υπογράμμισε για τον Διονύση Σαββόπουλο πως άφησε «τραγούδια που μας σφράγισαν για πάντα σαν πυρωμένο σίδερο, τραγούδια που μας διαμόρφωσαν και μας έκαναν αυτό που είμαστε και που δεν μπορεί να τα σταματήσει ο θάνατος».
Αναλυτικά η ανάρτησή του:
«Κάποιοι άνθρωποι είναι αδύνατο να πεθάνουν, θα υπάρχουν για πάντα μέσα από το έργο τους. Ένας από αυτούς είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος που σήμερα εγκατέλειψε τον μάταιο κόσμο μας για ένα αέναο ταξίδι στην αιωνιότητα. Τραγούδια που μας σφράγισαν για πάντα σαν πυρωμένο σίδερο, τραγούδια που μας διαμόρφωσαν και μας έκαναν αυτό που είμαστε και που δεν μπορεί να τα σταματήσει ο θάνατος.
“Μη, μην μου το πεις
οι παλιοί μας φίλοι, μην το πεις,
για πάντα φύγαν.
Μη, τό ‘μαθα πια
τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια
για πάντα φύγαν.
Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν
γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.
Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες
οι κραυγές
γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών…”»
Από την πλευρά του, ο στιχουργός και τραγουδοποιός Οδυσσέας Ιωάννου έγραψε στον προσωπικό λογαριασμό στο Facebook, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τη βιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου, ότι όλοι κρινόμαστε από αυτά που μπορέσαμε και προσθέτει στη συνέχεια πως ο Σαββόπουλος: «Μπόρεσε το άπιαστο». Αναλυτικά η ανάρτησή του:
«Στο βιβλίο του λέει σε κάποιο σημείο “Ετσι κι αλλιώς, στο τέλος όλοι θα σε κρίνουν όχι απ’ αυτά που ξέρεις αλλά απ’ αυτά που μπόρεσες”. Μπόρεσε το άπιαστο. Λέω στις κόρες μου, δεν θα σας πιέσω τι να κάνετε στη ζωή σας, είναι δικός σας ο δρόμος, εγώ θέλω δύο χάρες να κάνετε στους εαυτούς σας. Να μάθετε να μιλάτε και να γράφετε σωστά την γλώσσα σας και να ακούσετε τα τραγούδια δέκα ανθρώπων για να μάθετε πώς να αισθάνεστε στην γλώσσα σας. Ένας από αυτούς είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος».
Το δικό της αποχαιρετιστήριο μήνυμα έστειλε και η Ελευθερία Αρβανιτάκη με την οποία είχε συνεργαστεί πολλές φορές ο Διονύσης Σαββόπουλος.
«Διονύση μου δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω, πονάει ο χαμός σου. Σε ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, για την μαγεία που ζήσαμε, για όλα όσα μου έδωσες, για όλα όσα μου έμαθες. Αντίο ήρωά μου, αντίο μάγε της σκηνής, αντίο σπουδαίε δημιουργέ. Το έργο σου στα τιμαλφή του πολιτισμού μας και σίγουρα στα δικά μου τιμαλφή», έγραψε η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Ο συνθέτης και στιχουργός Γιώργος Θεοφάνους θέλησε να αποχαιρετήσει τον σπουδαίο τραγουδοποιό και συνθέτη δημοσιεύοντας στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram ένα στιγμιότυπο, με τους δυο τους καθισμένους σε ένα σαλόνι, να καπνίζουν και να απολαμβάνουν τον καφέ τους.
«Ευχαριστώ δάσκαλε για τις πρώτες κουβέντες και συμβουλές, όταν με δέχτηκες στο σπίτι σου την άνοιξη του ’87. Οι ουρανοί απόψε φωνάζουν “ζήτω το ελληνικό τραγούδι”», έγραψε στη λεζάντα που συνόδευσε την ανάρτησή του.
Για τον θάνατο του εμβληματικού τραγουδοποιού, Διονύση Σαββόπουλου και τη συμβολή του στο ελληνικό τραγούδι, μίλησε το βράδυ της Τρίτης (21/10), η σπουδαία ποιήτρια και στιχουργός, Λίνα Νικολακοπούλου.
«Σίγουρα το γνωρίζουμε όλοι και το νιώθουμε όλοι και ειδικά η γενιά η δικιά μου, ότι ήταν ό,τι πιο καινούργιο, ό,τι πιο απροσποίητο ήρθε στο ελληνικό τραγούδι, με μια γραφή ολότελα δική του με μια στίχους που μας μέλανε από τις συμβάσεις του τι ήταν τα θέματα μέχρι εκείνη την ώρα του ελληνικού τραγούδια και πιστεύω και για το φοιτητικό κίνημα μια παντιέρα μεγάλη. Όλα του τα τραγούδια είναι ακριβά, δηλαδή φτιαγμένα σχεδόν με την προσοχή ενός χρυσοχόου, είχε την ιδιαίτερη, λοξή ματιά που λέω εγώ, που είναι απαραίτητη για να σπάνε τα στερεότυπα, άρα μιλούμε για μια ζωή γόνιμη, που μας έδινε συνεχώς και μας άνοιγε συνεχώς τα μάτια για να αντιλαμβανόμαστε και με άλλο τρόπο τα χρόνια μας, τη ζωή μας και τον τόπο μας», ανέφερε αρχικά μιλώντας στο Action 24.
«Ήταν χαριτωμένος άνθρωπος πολύ, προσεκτικός ακροατής, αυτό που του έλεγες δεν βιαζόταν να απαντήσει. Είχε ένα αριστοκρατικό φέρεσθαι αλλά την ίδια ώρα είχε και μια χάρη σχεδόν αριστοφανική, δηλαδή το χιούμορ του ήταν ορατό, τρυφερός πολύ και όχι, δεν θα έλεγα εύκολος. Έπρεπε να κερδίσεις, δηλαδή την εκτίμησή του», πρόσθεσε.
Διονύσης Σαββόπουλος: Το «αντίο» του κοινού
Φυσικά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλημμύρισαν από μηνύματα των ανθρώπων που τον λάτρεψαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Ενδεικτικά, μερικά από αυτά:
]
The post Δ. Σαββόπουλος σε… άλλους γαλαξίες: Πώς αποχαιρέτησαν τον καλλιτέχνη – Δημοσία δαπάνη η κηδεία του appeared first on KontraNews.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






