Μαστίχα Χίου κακοκαιρία: Ολοκληρωτική η καταστροφή της φετινής παραγωγής
Έβρεξε για 6 μήνες στη Χίο – «Καταστράφηκε η μαστίχα»
Ολοκληρωτική φαίνεται πως είναι η καταστροφή της φετινής παραγωγής μαστίχας στη νότια Χίο από το πέρασμα της κακοκαιρίας «Atena», σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ειδικοί. Ο πρόεδρος της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου, Γιώργος Τούμπος, μίλησε στον ιστότοπο politischios.gr τονίζοντας πως σχεδόν το 80% της παραγωγής δεν είχε ακόμη συλλεχθεί πριν το καταστροφικό πέρασμα της κακοκαιρίας. O κ. Τούμπος, ανέφερε πως οι μαστιχοπαραγωγοί είχαν καταφέρει να μαζέψουν μόνο το 20% της φετινής παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο 80% της παραγωγής μαστίχας βρισκόταν ακόμη κάτω από τα δέντρα, εκτεθειμένο στα φυσικά φαινόμενα. Η ένταση και η έκταση της καταστροφής έχουν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία, με το πλήγμα να είναι ιδιαίτερα σοβαρό, αφού η μαστίχα αποτελεί τον βασικό πυλώνα της οικονομίας της περιοχής και ένα μοναδικό προϊόν παγκόσμιας αναγνώρισης.
Ο πρόεδρος της Ένωσης σημείωσε ότι η καταστροφή έχει πλήξει σε μεγάλο βαθμό το γεωγραφικό κομμάτι των Μαστιχοχωρίων, χωρίς να υπάρχει περιοχή που να μην έχει υποστεί ζημιές. Παρά την προετοιμασία που υπήρχε για τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η σφοδρότητα της κακοκαιρίας υπερέβη κάθε πρόβλεψη, προκαλώντας τεράστια προβλήματα στις καλλιέργειες. Η Ένωση έχει ήδη προχωρήσει σε επιτόπιες αυτοψίες για να εκτιμηθεί το μέγεθος των ζημιών, ενώ τις επόμενες ημέρες αναμένεται να υπάρξει πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Ο πρόεδρος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι το μαστίχι έχει καταστραφεί σε σημαντικό βαθμό, ενώ η προτεραιότητα αυτή τη στιγμή είναι να γίνει προσπάθεια στήριξης των παραγωγών τόσο οικονομικά όσο και ψυχολογικά, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τη συγκομιδή της φετινής παραγωγής, όσο αυτό είναι εφικτό. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών είναι η επάρκεια διαθέσιμης παραγωγής για να καλυφθούν οι παραγγελίες που είχαν γίνει, ειδικά για το δεύτερο μισό της σεζόν. Η κακοκαιρία έχει αφήσει τη διαθέσιμη ποσότητα προϊόντος σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα για τη δυνατότητα της Ένωσης να ανταποκριθεί στη ζήτηση της αγοράς.