Συλλήψεις για τις ομάδες του Viber που «κάρφωναν» μπλόκα της Τροχαίας

Στη σύλληψη δύο ανδρών, 29 και 55 ετών, οι οποίοι διαχειρίζονταν μεγάλες ομάδες στο Viber που ενημέρωναν τους οδηγούς για σημεία αστυνομικών ελέγχων, προχώρησε η Διεύθυνση Δίωξης Κυβερνοεγκλήματος. Οι συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν την Τρίτη 14 Οκτωβρίου στην Αθήνα, μετά από πολύμηνη ψηφιακή έρευνα υπό την εποπτεία εισαγγελικής αρχής. Οι δύο συλληφθέντες φέρονται να είχαν ενεργό ρόλο σε τρεις διαφορετικές κοινότητες με περισσότερα από 200.000 μέλη συνολικά. Οι ομάδες λειτουργούσαν επί 24ώρου βάσεως, ενημερώνοντας τα μέλη τους για τα σημεία όπου βρίσκονταν μπλόκα της Τροχαίας, περιπολίες ομάδων ΔΙΑΣ ή ΟΠΚΕ, αλλά και για άλλες αστυνομικές δράσεις. Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, ο 29χρονος κατηγορούμενος είχε τον ρόλο του υπερδιαχειριστή (“Super Admin”) και συντόνιζε τη λειτουργία όλων των κοινοτήτων, ενώ ο 55χρονος ενεργούσε ως διαχειριστής (“Admin”) σε μία από αυτές, η οποία αριθμούσε πάνω από 173.000 μέλη. Ο νεότερος διαχειριστής διατηρούσε ακόμη δύο ομάδες με περίπου 28.000 μέλη, που παρείχαν πληροφορίες ειδικά για τις περιοχές της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης. Η δικογραφία που σχηματίστηκε εις βάρος τους αφορά διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων και επικίνδυνες παραβάσεις στην οδική συγκοινωνία, ενώ έχει ήδη διαταχθεί η αναστολή λειτουργίας των τριών κοινοτήτων.
Όπως αναφέρει η επίσημη ανακοίνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, οι ομάδες αυτές λειτουργούσαν ουσιαστικά ως «σύστημα προειδοποίησης» για παραβάτες του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και άλλους δράστες παρανόμων ενεργειών, υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα των ελέγχων. «Οι κοινότητες αυτές αποτελούσαν σημαντική πηγή πληροφόρησης κυρίως για επίδοξους παραβάτες του ΚΟΚ αλλά και για λοιπούς παραβάτες, δημιουργώντας σοβαρή παρεμπόδιση και υπονόμευση στο έργο της Ελληνικής Αστυνομίας στον κρίσιμο τομέα της οδικής ασφάλειας και της πρόληψης τροχαίων ατυχημάτων», σημειώνεται χαρακτηριστικά. Η έρευνα της Δίωξης Κυβερνοεγκλήματος ξεκίνησε ύστερα από σειρά καταγγελιών πολιτών και αναφορών της Διεύθυνσης Τροχαίας Αττικής, οι οποίες ανέφεραν τη μαζική διάδοση πληροφοριών για ελέγχους, ακριβή σημεία μπλόκων και ώρες επιχειρήσεων. Οι αρχές διαπίστωσαν ότι οι ειδοποιήσεις αποστέλλονταν με συχνότητα λεπτού, δημιουργώντας δίκτυο έγκαιρης προειδοποίησης που εμπόδιζε ουσιαστικά τους ελέγχους σε οδηγούς υπό την επήρεια αλκοόλ ή σε οχήματα χωρίς άδεια κυκλοφορίας.
Κατά τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις κατοικίες των δύο συλληφθέντων, παρουσία δικαστικού λειτουργού, εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν τέσσερα κινητά τηλέφωνα που ήταν συνδεδεμένα με τους λογαριασμούς διαχείρισης των ομάδων. Οι συσκευές έχουν αποσταλεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών για περαιτέρω εργαστηριακή ανάλυση, προκειμένου να διαπιστωθεί η έκταση της δραστηριότητας και η πιθανή συμμετοχή άλλων χρηστών. Σύμφωνα με πηγές της ΕΛΑΣ, τα μέλη των ομάδων δεν κατηγορούνται, ωστόσο εξετάζεται εάν κάποιοι είχαν ενεργό ρόλο στην αποστολή πληροφοριών ή τη διαχείριση του περιεχομένου.
Η διερεύνηση της υπόθεσης συνεχίζεται, καθώς εκτιμάται ότι ανάλογες ομάδες ενδέχεται να λειτουργούν και σε άλλες πλατφόρμες επικοινωνίας. Τα τελευταία χρόνια, οι Αρχές έχουν εντοπίσει δεκάδες παρόμοιες ομάδες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων, όπου χρήστες ενημερώνουν για μπλόκα, ραντάρ ταχύτητας ή ακόμη και για κινήσεις αστυνομικών δυνάμεων. Η πρακτική αυτή, πέρα από τον κίνδυνο υπονόμευσης της ασφάλειας στους δρόμους, ενδέχεται να διευκολύνει και άλλες παράνομες δραστηριότητες, όπως τη διακίνηση ναρκωτικών ή τη λειτουργία παράνομων αγώνων δρόμου. Οι ειδικοί του Κυβερνοεγκλήματος επισημαίνουν ότι η ενημέρωση για ελέγχους δεν αποτελεί «πληροφόρηση» αλλά εμπόδιο στο έργο πρόληψης της Τροχαίας. «Κάθε φορά που ένας μεθυσμένος οδηγός αποφεύγει έλεγχο επειδή ειδοποιήθηκε μέσω εφαρμογής, αυξάνεται ο κίνδυνος για ένα δυστύχημα που μπορεί να στοιχίσει ζωές», ανέφερε ανώτατη αστυνομική πηγή. Οι δύο κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, ενώ τα ευρήματα της έρευνας αναμένεται να αξιοποιηθούν για τον εντοπισμό και άλλων διαχειριστών ή συντονιστών των κοινοτήτων. Παράλληλα, η ΕΛΑΣ προειδοποιεί ότι η δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν επιχειρησιακές ενέργειες των Αρχών —είτε μέσω social media είτε μέσω ιδιωτικών εφαρμογών— μπορεί να συνιστά ποινικό αδίκημα.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






