Αμυντικές δαπάνες: Στο τραπέζι της Κομισιόν η πρόταση της Ελλάδας

Στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες βρίσκεται πλέον το ελληνικό αίτημα για την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες έως και το 2028, ένα στρατηγικό βήμα που, αν εγκριθεί, θα δώσει δημοσιονομικό «οξυγόνο» στην κυβέρνηση για νέες μόνιμες παρεμβάσεις, ενόψει των εξαγγελιών της ΔΕΘ. Σύμφωνα με κυβερνητικούς υπολογισμούς, το συνολικό πακέτο μέτρων που προγραμματίζεται για το 2026 θα μπορούσε να αγγίξει το 1,5 δισ. ευρώ, εφόσον η Ε.Ε. ανάψει το πράσινο φως για την εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας. Ήδη, μετά τη συμφωνία με τα τεχνικά κλιμάκια της Κομισιόν για βελτίωση των εσόδων από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και μηδενισμό της αυτόματης αύξησης δαπανών κατά 2,6% για το 2024, διαμορφώθηκε δημοσιονομικός χώρος που επέτρεψε μόνιμες ενισχύσεις σε ευάλωτες ομάδες, όπως ενοικιαστές και συνταξιούχους.
Η πρόταση της Αθήνας βασίζεται στον σχεδιασμό της Ε.Ε. για ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας μέσω δημοσιονομικής ρήτρας διαφυγής, που επιτρέπει την εξαίρεση των πρόσθετων αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό πλεονασμάτων και ελλειμμάτων. Αυτό θα διευκολύνει τα κράτη–μέλη να ενισχύσουν τον εξοπλισμό και το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, χωρίς να παραβιάζουν τα όρια δαπανών. Ωστόσο, οι τεχνικές λεπτομέρειες εφαρμογής της ρήτρας αυτής δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί. Οι αποφάσεις αναμένονται μεταξύ τέλους Μαΐου και αρχών Ιουνίου, με πηγές της Κομισιόν να τονίζουν πως οι κρίσιμες πτυχές κρύβονται στις λεπτομέρειες.
Το πρώτο καθοριστικό ζήτημα αφορά το έτος αναφοράς. Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, η Ε.Ε. προτείνει ως βάση το 2021, με το σκεπτικό ότι οι πρόσθετες αμυντικές δαπάνες των ετών 2025–2028 θα συγκρίνονται με το ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανήθηκε τότε. Όμως αυτό δημιουργεί δομική αδικία για την Ελλάδα, η οποία, λόγω χαμηλού ΑΕΠ το 2021 εξαιτίας της πανδημίας, εμφάνισε υψηλό ποσοστό αμυντικών δαπανών (2,7%). Έτσι, ακόμα και με αυξημένους εξοπλισμούς το 2025 και 2026, το σχετικό ποσοστό του ΑΕΠ υπολογίζεται χαμηλότερο (2,3%-2,5%), αποκλείοντας την Ελλάδα από τα οφέλη της εξαίρεσης. Η ελληνική πλευρά επιδιώκει προσαρμογή του έτους αναφοράς –π.χ. στο 2024– ώστε να αποτυπώνεται πιο δίκαια η πραγματική επιβάρυνση από τις νέες αμυντικές δαπάνες, πρόταση που θα διευκόλυνε και άλλες χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία.
Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι αν η δημοσιονομική «ανάσα» από την εξαίρεση στρατιωτικών δαπανών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλες στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως φοροελαφρύνσεις. Τα τεχνικά κείμενα της Ε.Ε. δεν παρέχουν σαφή απάντηση –ούτε επιτρέπουν ούτε απαγορεύουν– κάτι που σημαίνει ότι απαιτείται πολιτική απόφαση ή ερμηνευτική διευκρίνιση. Εφόσον αυτό ξεκαθαρίσει, το δημοσιονομικό περιθώριο για το 2026 μπορεί να ενισχυθεί με επιπλέον 500 εκατ. ευρώ, πέραν του ήδη εξασφαλισμένου 1 δισ., σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί εύλογο ότι, εφόσον κάποιες δαπάνες εξαιρούνται από τα όρια, ο διαθέσιμος χώρος μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως, χωρίς να αφήνεται ανεκμετάλλευτος. Ωστόσο, χώρες που προτάσσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία εκφράζουν ενστάσεις, θεωρώντας πως η διεύρυνση των δαπανών ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερα ελλείμματα και αύξηση του χρέους, ειδικά μετά τη λήξη της ρήτρας διαφυγής το 2028.
Χωρίς αποκαλύψεις στην Έκθεση Προόδου
Η Ελλάδα υποβάλλει σήμερα στις Βρυξέλλες την Ετήσια Έκθεση Προόδου, η οποία, σε αντίθεση με τα προηγούμενα Προγράμματα Σταθερότητας, δεν περιλαμβάνει λεπτομέρειες για μελλοντικά μέτρα. Το Μεσοπρόθεσμο 2025–2028 έχει ήδη καθορίσει τους στόχους δαπανών και δεν υπάρχει περιθώριο προαναγγελίας νέων παρεμβάσεων.
Η έκθεση επικεντρώνεται στην αποτύπωση των δημοσιονομικών εξελίξεων της διετίας 2024–2025, τεκμηριώνοντας πώς επιτεύχθηκε αύξηση δαπανών 4,5% αντί 3,7% το 2025, χωρίς να παραβιαστούν οι κανόνες. Παρουσιάζονται επίσης τα μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί ή βρίσκονται σε τροχιά υλοποίησης, όπως τα επιδόματα στα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, οι επιστροφές ενοικίων και οι ενισχύσεις προς τους συνταξιούχους. Σε ό,τι αφορά τις μακροοικονομικές προβλέψεις, η Ελλάδα διατηρεί την πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,3%, παρά την αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Αντίστοιχη εκτίμηση διατυπώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία προβλέπει υπερπλεόνασμα της τάξης του 3,2% του ΑΕΠ, έναντι αρχικής εκτίμησης 2,4%.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






