Το καλώδιο που “ζορίζει” τη Μεσόγειο

Μια νέα, απρόσμενη κρίση δοκιμάζει το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου, γνωστό ως Great Sea Interconnector (GSI). Το φιλόδοξο ενεργειακό σχέδιο, που προορίζεται να ενώσει ηλεκτρικά τη Μεσόγειο και να τερματίσει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου, βρέθηκε αιφνιδίως στο επίκεντρο πολιτικών αντιδράσεων, δηλώσεων και διαψεύσεων εκατέρωθεν. Η αφορμή δόθηκε από κυπριακό δημοσίευμα που υποστήριξε ότι ο ΑΔΜΗΕ υπέβαλε ένσταση στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου, αμφισβητώντας την απόφαση που του επιτρέπει να ανακτήσει 82 εκατομμύρια ευρώ, με εισπράξιμο ποσό μόνο τα 25 εκατομμύρια για το 2025. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο ελληνικός Διαχειριστής ζητούσε να του αναγνωριστεί δικαίωμα ανάκτησης 251 εκατομμυρίων, δηλαδή όλων των δαπανών που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για την υλοποίηση του έργου.
Το δημοσίευμα προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, απάντησε με έντονο ύφος, δηλώνοντας ότι «η κυπριακή κυβέρνηση δεν εκβιάζεται από κανέναν επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ» και ότι η Κύπρος θα υπερασπιστεί μόνο τα δικά της συμφέροντα. Ήταν μια δήλωση που έφερε για λίγο σε δοκιμασία το ήδη λεπτό κλίμα γύρω από το έργο. Λίγες ώρες αργότερα, ο ΑΔΜΗΕ απάντησε με ανακοίνωση-διάψευση, χαρακτηρίζοντας «αυθαίρετη και αδιασταύρωτη» την πληροφορία περί διεκδίκησης των 251 εκατ. ευρώ. Ο Διαχειριστής ξεκαθάρισε ότι διεκδικεί μόνο τη συμφωνημένη πρώτη δόση των 25 εκατομμυρίων για το 2025, και ότι η ένστασή του αφορά καθαρά ρυθμιστικό ζήτημα: το πώς θα λογιστούν οι ήδη πραγματοποιημένες δαπάνες, ώστε να υπάρχει συνέπεια μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών Ελλάδας και Κύπρου.
Η Αθήνα κινήθηκε άμεσα. Το απόγευμα της Κυριακής συγκλήθηκε έκτακτη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με τη συμμετοχή της ηγεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και της διοίκησης του ΑΔΜΗΕ. Στόχος, να αποτραπεί η πολιτικοποίηση ενός τεχνικού ζητήματος και να σταλεί μήνυμα θεσμικής ψυχραιμίας. Τη Δευτέρα το πρωί, ο υπουργός Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου ξεκαθάρισε τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης: «Η Ελληνική Δημοκρατία δεν εκβιάζει· μιλάει μόνο θεσμικά. Οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου δεν διαταράσσονται από έργα». Παράλληλα, υπογράμμισε πως για να προχωρήσει το έργο, πρέπει να αρθούν οι επιφυλάξεις της κυπριακής πλευράς σχετικά με τη βιωσιμότητά του.
Λίγο αργότερα, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης επιχείρησε να κατευνάσει τα πνεύματα, δηλώνοντας ότι οι σχέσεις Λευκωσίας και Αθήνας «είναι ισχυρότερες από ποτέ» και πως όσοι επενδύουν σε ρήξη «θα απογοητευτούν». Με την παρέμβασή του, επιχείρησε να στείλει μήνυμα ενότητας, αφήνοντας πίσω τις εντάσεις της προηγούμενης ημέρας. Πίσω όμως από τη διπλωματική γλώσσα, το έργο εξακολουθεί να σκοντάφτει σε διαφορετικές προσεγγίσεις εντός της κυπριακής κυβέρνησης. Ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου, Μάκης Κεραυνός, έχει επανειλημμένα εκφράσει επιφυλάξεις για την οικονομική βιωσιμότητα του GSI, επικαλούμενος μελέτες που –κατά την άποψή του– δεν το θεωρούν συμφέρον υπό τους τρέχοντες όρους. Στον αντίποδα, ο Κύπριος υπουργός Ενέργειας Γιώργος Παπαναστασίου στηρίζει θερμά το έργο, θεωρώντας το στρατηγικό για τη χώρα και την ενεργειακή της ασφάλεια.
Η διστακτικότητα της Λευκωσίας δεν είναι νέα. Ήδη από το καλοκαίρι του 2024 είχαν εκφραστεί φόβοι για γεωπολιτικούς κινδύνους, με αφορμή τις τουρκικές παρεμβάσεις στην περιοχή Κάσου–Καρπάθου. Τότε, η Ελλάδα είχε αναλάβει με διακρατική συμφωνία να καλύψει το 50% των πιθανών απωλειών σε περίπτωση που το έργο δεν προχωρήσει, κίνηση που φάνηκε να κατευνάζει τις ανησυχίες. Ωστόσο, η αμφισβήτηση της βιωσιμότητας επανέρχεται περιοδικά, προκαλώντας εκνευρισμό στην Αθήνα. Από την ελληνική πλευρά, το μήνυμα είναι σαφές: το έργο προχωρά, αλλά χρειάζεται σταθερότητα και εμπιστοσύνη. Το GSI θεωρείται εθνικής και ευρωπαϊκής σημασίας έργο, καθώς εντάσσεται στα «ενεργειακά δίκτυα προτεραιότητας» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με χρηματοδότηση περίπου 657 εκατομμυρίων ευρώ. Η Κομισιόν το έχει χαρακτηρίσει «κρίκο ασφάλειας» στην αλυσίδα ενεργειακής διασύνδεσης της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Στην πραγματικότητα, το έργο αυτό έχει πολύ μεγαλύτερο συμβολισμό από την ίδια την τεχνική του αξία. Αντιπροσωπεύει την ιδέα μιας κοινής ενεργειακής ταυτότητας Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ – μιας γέφυρας που φέρνει την Κύπρο πιο κοντά στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και περιορίζει την εξάρτησή της από τοπικούς παράγοντες και γεωπολιτικές πιέσεις. Η πρόσκαιρη κρίση των τελευταίων ημερών, αν και θορυβώδης, μοιάζει περισσότερο με βραχυκύκλωμα επικοινωνίας παρά με πραγματική πολιτική ρήξη. Αθήνα και Λευκωσία γνωρίζουν ότι το καλώδιο που τις ενώνει ενεργειακά, τις συνδέει και στρατηγικά. Και αυτή η «γραμμή υψηλής τάσης» της συνεργασίας τους δύσκολα θα κοπεί – όσο κι αν κατά καιρούς τρίζει από το ρεύμα των δηλώσεων.
Ποια είναι η αντίδρασή σας;






